Δῶρο ἀκριβὸ
ξη΄
Τί τό ’θελες μωρὲ Λενιὼ κρυφὰ νὰ ξεπορτίσῃς,
νὰ κατεβῇς εἰς τὸ γιαλόν, νὰ πλύνῃς τὰ προικιά σου.
Καὶ ἤλθασιν κι’ ἁρπάξαν σε κουρσάροι
μπαρμπαρέσοι
καὶ τρίδιπλ’ ἁλυσῶσαν σε στὸ μεσιανὸ κατάρτι,
καὶ σκλάβα τους σ’ ἐκάμασι, στὴν μπαρμπαριὰ σὲ πᾶνε
δῶρο ἀκριβὸ τοῦ ἐμήρη τους...
γιά νὰ μοσχοπωλήσῃ σε, γιά ταίρι του νὰ σ’ ἔχῃ.