Εἰς Μύλους
οα΄
Ὁ Ὑψηλάντης στὰ δεξιά, στὴν μέσι ὁ Μακρυγιάννης,
ὁ Κωσταντήμπεης στὰ ζερβὰ μὲ τὸν Χατζημιχάλη,
κι’ ἡ ἀραπιὰ γιουρούσευεν σὰν κῦμα θεργιεμμένον,
κι’ ἀπ’ τὴν φρηγάδα ὁπού ’βλεπεν ὁ Δεριγνὺς προστάζει:
«Λῦσε φελοῦκα, ναύκληρε, καὶ ῥούμι νὰ φορτώσῃς,
νὰ βγοῦμε νὰ κεράσωμεν τοὺς ἄξιους πολεμάρχους.
Καὶ σὺ γραμματικόπουλε εἰς τὴν Φραγκιὰ νὰ στείλῃς,
νὰ μάθουνε τὸν πόλεμον ποὺ κάνουν οἱ ἀντρειωμένοι,
πῶς εἶν’ στὴ γῆς οἱ δυνατοὶ κι' ὀρθοὶ οἱ γυμνωμένοι».