Λιμενομαχία
στὸ
Γαλαξείδι
ξθ΄
Πέφτουσιν τόπια τὸ ταχὺ καὶ λουμπαρδιὲς τὸ δείλι,
σειόνται κι’ οἱ ἀράδες τῶν σπιτιῶν κι’ ἡ τοῦ γιαλοῦ ἐστρώθη
καὶ τοῦ πελάου ἀπάνωθε μπούρμπερη ἀντάρ’ ἁπλώθη,
κι’ ὁ Ντουρατζίμπεης
πολεμᾷ μὲ τοὺς Γαλαξειδιῶτες.
Μπόμπες βαρέσαν τὸ νερό, τὰ κάτεργα κουρσούμια,
βάρεσε κι’ ἡ τρανώτερη τὴν μπαρουταποθήκην.
Λαμπάδιασαν τὰ κύματα κι’ οἱ οὐρανοὶ φλομῶσαν,
φράξαν τὴν θάλασσα κορμιὰ καὶ τὸν ἀφρὸ σανίδια
καὶ τὸ πατάριν τοῦ βυθοῦ κουφάρια λειανισμένα.
Γαλιόττες κάησαν τέσσαρες, πέντε τὸν πιάνουν πρέζα
καὶ μιά, καὶ μισοκαίγοταν, οἱ μπαρμπαρέσοι ἐσῶσαν
καὶ τοῦ Ἔπαχτου τὴν ἀφεντιὰν μ’ ἐκείνην ἐγλυτῶσαν,
κι’ ὡς ἔφευγε σέρνει φωνή, γαβγίζει λυσσιασμένος,
τὸ γαῖμαν του στὴν κεφαλή, τὰ γένεια καπνισμένος:
«Θὰ τὸ πλερώσῃς πού ’καμες ἄτιμον Γαλαξείδι,
μὲ ἀντρειγιὰ δὲν πῆρα σε, μὲ μπαμπεσιὰ σὲ παίρνω,
καὶ χριστιανὴ μ’ ἐγέννησεν καὶ ἠξεύρω σὰν γιορτάζῃς.
Καὶ σήμερον σαρακοστὴ κι’ ὣς νά βγῃ φέρνω ἀσκέρι,
καὶ τῆς λαμπρῆς τὴν χαραυγήν, μὲ τὰ Χριστὸς ἀνέστη,
ξαρμάτωτο σοῦ ῥίχνομαι καὶ σὲ περνῶ μαχαίρι».