Νέα
Μαγνησία
ογ΄
«Δεντράκι μου παράμμορφο ποῦθε γενοκρατιέσαι;»
«Κύρης μου μέγας πλάτανος, στοῦ Ἄσιου τὸ λειβάδι,
πού ’χε χιλιάδες τὰ ῥιζά, παραμυριάδες φύλλα.
Κι’ ἦρθαν οἱ χαλεποὶ καιροί, μῆνες καὶ χρόνοι μαῦροι,
καὶ καταγῆς τὸν πλάγιασε τζεκούρι
λυσσιασμένο.
Μὰ φύσηξε τοῦ πέλαγου τὸ δροσερὸν ἀγέρι,
σποράκι μὲ ταξείδεψε στ’ ἀντικρυνὸ περγιάλι.
Καὶ δέχθη με ἡ μάννα μου, ἡ χώρα τοῦ Ἀλεξάνδρου,
κι’ ἐφύτρωσα κι’ ἐῤῥίζωσα...»