Στοὺς χρόνους τ' Ἀγαμέμνου
Ϟη΄
Καβουροπένσες καὶ σφυριά, κλειδιά, διαολοκλείδια,
ἀπ’ τὸ ταχὺ παιδεύομουν, τελεύω
μεσημέριν.
Τὰ τέτοια δὲν πλερώνονται μὸν τὴν ψυχὴ σὲ τρώγουν,
μὲ ἀβαριὲς νὰ πολεμᾷς, χειμῶνα στ’ ἀγριοκαίριν.
Πόσ’ ἤθελά το νά ’μουν νηὸς στοὺς χρόνους τ’ Ἀγαμέμνου,
νά ’χα, ποὺ λέγαν, κτίμενα καὶ φυταλιὲς κι’ ἀροῦρες,
νά ’σαν γιομᾶτα ληόδεντρα,
στάρια, συκιὲς κι’ ἀμπέλια.
Νά ’χα κοπάδια πρόβατα, χοιρομαντριὰ καὶ βόδια.
Νά ’μενα σ’ ἀρχοντόσπιτον, νὰ συγκερνῶ τοὺς φίλους,
νά ’χω ζευγάριν ἄλογα, νὰ σεργιανίζω στ’ ἅρμα.
Νὰ πηαίνω κι’ εἰς τὸν πόλεμον, τοῦ πρωτορῆγ’ ἀκράνης,
νὰ κάνω μάννες δίχως γυιούς,
γυναῖκες δίχως ἄντρες...