Μιλινταπάνχα
πϚ΄
Μαζώχθησαν οἱ Ἕλλενοι ἴσα μὲ πεντακόσιοι,
μαζώχθησαν κι’ οἱ μοναχοὶ ἴσα μ’ ὀχτὼ μυριάδες.
Κι’ ὁ βασιλέας Μένανδρος
τὸν μοναχὸ ξετάζει,
κι’ ὁ μοναχὸς ποκρίνεται, τὸν βουδισμὸ ξηγᾷ του.
Κι’ ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατηγούς, ν’ ἀπὸ τοὺς μεριδάρχες
παρέκει συλλογιότανε κι’ ἤλεγεν ἀπὸ νοῦ του.
«Γίνετ’ ὁ πέρφανος ἀητὸς νὰ διάγῃ στὸ κοττέτσιν;
Γίνετ’ ὁ ληόντας τοῦ βουνοῦ γατοῦλα τῆς ἀγκάλης;
Τ’ ἀσπρόδοντο λυκόπουλον
κουτάβι τρομασμένο;
Μήτε κι’ ὁ νοῦς τοῦ Ἕλληνου θρησκεῖες ὑποφέρει.
Στὰ οὐράνια τ’ ἁψηλὰ πετᾷ, πάνω στὰ ὄρη δρέμει,
κάτ’ ἀπ’ τὴν λάμψι τῶν ἀστρῶν τ’ ἀδέρφια του φωνάζει».