Ἀστερία
Ϟγ΄
Ἐξέβην ἀπ’ τὸ καπηλειὸν πολλὰ κρασοπιωμένος
κι’ εἰς τὸ στενὸ τ’ ἀντικρυνὸ πανώρηα σμείγω ἑταίρα.
«Ἔλ’ Ἀστερία μετὰ μέ, γιὰ νὰ κλινογερθοῦμε,
νὰ ἐρωτοπολεμήσουμε ὣς νὰ ξημερωθοῦμε».
«Ἀπόψε ἂς φιλιώνουμε κι’ αὔριον ἡμέραν εἶναι.
Κι’ ὁ πλειὸν τρανὸς πολεμιστὴς σὰν πιῇ καὶ σὰν μεθύσῃ
ῥωτῶ σε, κύρη, δύνεται νὰ ἐρωτοκονταρίσῃ;»