Εἰς Ἁλικαρνασσὸν
οθ΄
Δυὸ παλληκάρια Μακεδνοὶ κι’ οἱ δυὸ κρασοπιωμένοι,
παινεύονται, καυχήζονται, γιὰ τὴν ἀντρειὰ μαλώνουν,
κι’ ἀπ’ τὰ πολυπαινέματα φιλότιμο τοὺς παίρνει.
Βαστοῦν κοντάρια ’πὸ κρανιάν, ἀγκυλωτὰ δοξάρια,
μονάχοι στὰ τειχιὰ κινοῦν τὸ κάστρο νὰ πατήσουν.
Τοὺς θρασεμμένους
σφάζουσιν καὶ τοὺς δειλοὺς σαϊττεύουν,
βιγλίζουν κι’ οἱ ἀποδέλοιποι, συντρέχουν στὸ κατόπι...
κι’ ἀπὸ τ’ ὀλίγον ἔθρεψε φόνος τρανὸς κι’ ἀπάλη,
κι’ ἀπὸ τὰ λόγιαν ἔλειψεν ἡ πόλις γιὰ νὰ πέσῃ!
Ἄρη καὶ Διόνυσον ὁμοῦ σὰν ποιός νὰ καρτερέσῃ;