Ὁ
ἥλιος
σὰν
ἐρώτησεν
ιζ΄
«Γιώργη μου πᾶψε τὸν καπνὸ ποὺ σοῦ χαλᾷ τὰ στήθια
καὶ λέγε μου τὸν πόνο σου νὰ σὲ παρηγορήσω,
κι’ ἂν βγῇ μιλιὰ ἀπ' τὸ στόμα μου αὐγὴν νὰ μὴν φωτίσω».
«Στὴ Σμύρνη μπρός μου
σφάξανε τοὺς τρεῖς λεβεντογυιούς μου,
σὰν τὸ κεράκι στὸ βοριᾶν σβήστηκ’ εὐθὺς ὁ νοῦς μου.
Μὰ σ’ ὅλους τὸ καμώθηκα, ἥλιε μου, πὼς χαθῆκαν,
τάχατες πὼς χωρίσαμεν, σ’ ἄλλο βαπόρι μπῆκαν.
Κι’ ἀφοῦ σ’ ἄνθρωπο δὲν μπορῶ νὰ εἰπῶ τὴν μαύρη ἀλήθεια,
τὴν κουβεντιάζω τοῦ καπνοῦ ποὺ μοῦ χαλᾷ τὰ στήθια».