Κόρον
δ' οὐχ
εὗρον
ὀπωπῆς
α΄
Κάποια πανώρηα λυγερὴ τὸν ἥλιον ἀγαποῦσε·
στὸ περιγιάλι ἐγδύθηκεν, ἔλυσε τὰ μαλλιά της,
πλαγιάζει, φανερώνει του τὰ ποθοθέλγητρά της.
Στάχυ ξανθὸ ἐχρυσάφιζε τὸ χνούδι στὸ κορμί της,
κι’ ὁ ἥλιος δὲν ἐχόρταινε τὴν κόρη νὰ βιγλίζῃ,
κι’ ἐφέγγασιν οἱ ἀκτῖνες του λαμπρύτερ' ἀπ' τὰ πρῶτα.