Ὁ
θλιμμένος ἑκατόνταρχος
β΄
Φιλῖνος ὁ ἑκατόνταρχος πολλὰ θλιμμένος ἔνι.
Πότε εἰς τὸ φέγγος ξάγρυπνος μὲ τ’ ἄστρη συντυχαίνει,
πότε βουβὸς μὲ τὸ σπαθὶν χορτάρια ξεκορφιάζει,
ἔρημος πίνει τὸ κρασὶ καὶ λόγον δὲν ἀλλάζει.
«Φιλῖνε πῶς καὶ θλίβεσαι καὶ καρδιοτυραγνιέσαι;»
«Στὸ τρίστρατο ξεπέζεψα,
στὴν μαρμαρένια βρύσι,
κοπάδι κοριτσόπουλα φτάνει γιὰ νὰ γεμίσῃ.
Κι’ ὅλες θωροῦν με καὶ γελοῦν καὶ κρυφοκουβεντιάζουν,
καὶ μιὰ θωρεῖ μὰ δὲν γελᾷ, μήτε καὶ κουβεντιάζει,
μὸν ἦρθε, καλημέρισε καὶ τὴν καρδιὰ μ’ ἐπῆρεν.
Δυὸ βράδια τὴν ἀπάντησα, δυὸ λόγια τῆς ξηγοῦμαι,
τὴν πρώτη μ’ εἶπε σ' ἀγαπῶ, τὴν δεύτερη σ' ἀρνοῦμαι».