Τὸ τραγούδιν τοῦ ξενιτεμμένου
δ΄
Ἀητέ, πάρ' τὸ τραγούδιν μου στὰ χρουσοφτέρουγά σου,
πέτα μακριὰ καὶ ῥῖξε το ἀνάμεσα πελάγου.
Νὰ κατεβῇ τὸ σύγνεφον κι’ ἀπὰν νὰ καλλικέψῃ,
νοτιὰς νὰ ταξειδέψῃ το στῆς ἀγαπῶς τὴ ῥοῦγαν.
Νὰ πέσῃ τὸ ψιλόβροχον, νὰ τῆς τὸ τραγουδήσῃ,
γιὰ νὰ μὲ νιώσ' ἡ ἀγάπη μου κι’ ἡ λησμονιὰ νὰ σβήσῃ.