Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Πάρωρα


Πάρωρα

ια΄

Ὅπως ἀνθίζ’ ἡ μυγδαλιὰ πάρωρα γελασμένη,
ἔτσι κι’ ἐλπίδες φτερωτὲς τὸν Κωσταντῆ σηκῶσαν.
Βλέπει Φλεβάρην ἄνοιξι, τὸν Μάρτη καλοκαίριν,
μὲ δίχως σόμπες καὶ φωτιὰ βουλήθη νὰ φυτέψῃ.
Βάζει θαλάμους ντοματιές, θαλάμους τὰ πιπέρια,
κι’ ἓν ἁψηλὸ κι’ ἀμμουδερὸν μὲ ἀγγουριὲς γεμεῖ το.
Πέφτει τὸν Μάρτη παγωνιὰ καὶ πάχνη τὸν Ἀπρίλην.
Γίνα οἱ ντομάτες κάρβουνο κι’ οἱ πιπεριές του ξύλο,
κι’ οἱ πράσινές του οἱ ἀγγουριὲς σὰν τὸ σαπούνι ἐλειῶσαν.
«Μωρ’ ἔμαθες τὰ πού ’παθεν ὁ μαῦρος Κωσταντῖνος;»
«Τὰ πού ’παθεν ὁ Κωσταντῆς ὅλοι τά ’χουμε πάθει,
ὅτι διαβαίνει τὸ πρεπὸ πάνω σὲ μύρια λάθη».