Στὸν ἥλιο
ιϚ ΄
Στὸν καφενὲ ὁ Στρατῆς μὲ κάποιονα μαλώνει,
κεῖνος πισώπλατα μιὰ καρεκλιὰ τοῦ δώνει.
Δὲν τό ’καμε καλά,
κρύβεται νὰ γλυτώσῃ,
γυρεύει ὁ Στρατῆς τὸ χρέος νὰ πλερώσῃ.
Στὴν πέρα γειτονιὰ τὸν ἔστησε καρτέρι,
τοὺς χωριανοὺς ῥωτᾷ, βαστοῦσε τὸ μαχαίρι.
«Στὸν ἥλιο, μπελαλή, τὸ τάζω κι’ ἂν σὲ πιάσω,
καρέκλα κέρασες; Μαχαίρι νὰ κεράσω».