Ἡ ἄμπελος τῆς
συλλογῆς
ρξθ΄
Ἰδοὺ οἱ
λόφοι τῆς σιωπῆς, οἱ
ἀγροὶ τῆς ἐρημίας·
κεῖ
λιόγερμα δίχως νυχτιά, κεῖ δύσις δίχως σκότος,
μπροστάθε
τοῦ Ἅιδου οἱ
κρημνοί, πίσω τοῦ κόσμου οἱ
κάμποι
καὶ
γύραθε περίσπαρτα τοῦ χρόνου τὰ
γκρεμίδια.
Ἐκεῖ μοχθεῖ
κι’ ὁ ποιητὴς τῆς
συλλογῆς τ’ ἀμπέλιν,
ὁποὺ τρυγᾶται
στὸν καιρό, παληώνει στὸν αἰῶνα,
καὶ
βγάζει δυὸ λογιῶν
κρασί, χρυσοῦν καὶ
πορφυρᾶτον,
τὸ
πορφυρᾶτον ἡ ἐμμορφιὰ
καὶ τὸ χρυσοῦν
τὸ πνεῦμα.
Καὶ
τρέχει ἀπάνω στὲς ὁδοὺς
καὶ σμείγει τοὺς δοιπόρους,
τοὺς
ἐκ τῶν κάμπων περπατοῦν
καὶ τοὺς κρημνοὺς
γυρεύουν,
τὰ
δυὸ εἰς ἕνα τὰ
κερνᾷ, φιλεύει τους νὰ πιῶσιν,
νὰ
εὐφρανθῶσιν, ν’ ἀντρειωθοῦν,
τὸν δρόμον νὰ βαστάξουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου