Εἰς Φίλιππον
ροδ΄
Σκιάζεται
ὁ μέγας βασιλεὺς κι’ οἱ
πόλεις σὲ φοβοῦνται,
κι’
ἀνέμυαλοι σὲ μάχονται, τυφλοὶ
καταλαλοῦν σε,
κύρης
τοῦ κόσμου μὴ γενῇς
καὶ πρωτοβασιλέας.
Μὰ
ἐσὺ πλεμμάτιν ῥίχνεις
τους, δίχτυ κρουστὸ τοὺς
πλέκεις,
κι’
ἥσκιους γεννᾷς καὶ κυνηγοῦν, στοιχειὰ
καὶ πολεμοῦν τα,
κι’
ὅλα ποὺ ἀνάντια σου
ἐνεργοῦν, κατά των ἐνεργοῦν
τα.
Κόσμον,
θαῤῥοῦν, φυλάττουσιν, στὰ
κάστρη του βαστιῶνται,
κι’
ἐσὺ τὰ κάστρη
προσπερνᾷς καὶ χτίζεις νέον κόσμον.
Δάση,
γυρεύουν, κονταριῶν καὶ
κουρνιαχτοὺς ἀλόγων,
τὴν
Οἰκουμένην δὲν νογᾶν,
ποὺ ὑφαίνει την ὁ
νοῦς σου,
τῆς
τέχνης σου ὁ ἀργαλειός,
στημόνι μὲ τὸ ὑφάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου