Εἰς Ἄραβα ἐν Ἀλεξανδρείᾳ
ρπ΄
Ἀλεξανδρείας * κατακτηθείσης Ἄραψ
τοῦτα
μαρτυρεῖ. * «Νυχθημερὸν ἡ πόλις,
λευκομάρμαρη, * φεγγοβολᾷ ὁλόθεν·
ὥστε καὶ ῥάφτης, * νύκτωρ, δίχως λυχνάρι
ἄκοπα περνᾷ * κλωστὴν ἀπὸ βελόνη.
Τοὺς δὲ ὀφθαλμοὺς * οἱ ἐν ὁδοῖς καλύπτουν».
Ἂν ηὗρες τρόπον, * Ἄραβα,
τ’ ἀκριβά σου
μάτια νὰ φυλᾷς, * βάδιζε, μὴ σὲ σκιάζῃ
τῆς
μαρμαρίνης * πόλεως ἡ λευκότης.
Γιὰ τῶν Ἑλλήνων * τὸ φῶς ἔγνοια μὴν ἔχῃς,
ἀλεξήλιον * ἄτρωτο ἤδη
κατέχεις
τῆς
πίστεώς σου * τοὺς ἥσκιους καὶ τὰ σκότη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου