Ὁ γέρων δράκος
ροα΄
Τὴν
Ἄνδρον εἰς τὰ
πρῶτα της δρακόντοι κατοικοῦσαν,
ἀνοῖγαν τὲς
φτεροῦγες των καὶ θηόρατοι ἐπετοῦσαν.
Ἐβούταγαν ἀπ’
τὲς κορφές, μπαῖναν στὰ
σπηληοκάστρη,
τὸν
ἥλιον ἐστιγμάτιζαν, τὴν
νύχτα ἐκρύβαν τ’ ἄστρη.
Βέλη
χρυσᾶ, βέλη ἀργυρᾶ,
βέλη πυῤῥὰ καὶ
μαῦρα,
ἠξέρναγαν γλῶσσες
φωτιᾶς, τὴν χώρα ἔῤῥαιναν
λάβρα.
Χύνοντο
πάνωθε τῆς γῆς κι’ ἐτρέχαν
τῶν κυμάτων,
κι’
ἥσκιοι ψηλάθε στοίχειωναν, κατάτρεχαν τὰ
κάτω.
Ἀμὴ τ’ ἀργάζεται
ὁ καιρός, τὰ προχωρεῖ
ἡ φύσις,
κι’
ἔτσι ἡ γενηά των φύρανε κι’ ἦρθεν
κι’ αὐτῶν ἡ δύσις.
Κι’
ὅντες δρακόντοι ἐπέρασαν κι’ ἐφάνησαν
ἀνθρῶποι,
λαοὺς
ἐγιόμισ’ ὅλ’ ἡ
γῆς, φύλλα καὶ γένη οἱ
τόποι.
Δῶ
Τοῦρκοι στερνοπάτησαν, ὥρισαν Ὀθωμᾶνοι,
ἀμὴ πρίν, ἀπ’
τὴν Βενετιάν, ἦρθαν οἱ
Βενετσιᾶνοι.
Κι’
ἀπὸ τοὺς
Βενετσιάνους πρὶν ἄλλ’ ἦσαν
δῶ φερμένοι,
οἱ
Ἕλλενοι οἱ ἐξακουστοὶ
καὶ κοσμογροικημένοι.
Κι’
αὐτοὶ εἰς ἐρμιὰ
δὲν πάτησαν, μήτ’ ἄδειον τόπο εὑρῆκαν,
κι’
ἦτον γεῖς ποὺ
ἔζη μοναχὸς καὶ
συναπαντηθῆκαν.
Κι’
ἐκειὸς δὲν
ἦτον ἄνθρωπος, ἦτον
δρακόντου γένος,
στραβὸς
καὶ ἀνημπόρετος, παππούλης
γερασμένος.
«Λαλιὲς
ἀκῶ κι’ ἥσκιους
θωρῶ κι’ ὄντα ποὺ
δὲν κατέχω,
νηώτερος
ἔμουν πάντερμος, γέρων συντρόφους ἔχω;»
«Ἀνθρῶποι,
δράκο, εἴμαστε, στὴν Ἄνδρον
νηοφερμένοι,
οἱ
Ἕλλενοι οἱ ἐξακουστοὶ
καὶ
κοσμογροικημένοι».
«Φέρτ’
ἕναν σας νὰ ψηλαφῶ,
νὰ τόνε πασπατέψω,
νὰ
ἰδῶ τὶ πρᾶμμα
ὁ ἄνθρωπος, στὸ
νοῦ μορφὴ νὰ πλέξω».
Οἱ
ἀνθρῶποι δὲν
θαῤῥεύοντο, νὰ πέμψουν δὲν
τολμοῦσαν,
κι’
εἰς τὸ κατόπιν ἔκαμαν
ποὺ ἀρχῆθεν μελετοῦσαν.
Στὴν
κεφαλὴ τοῦ πότορμου ὑνὶν
εἶχαν στερηώσει,
ν’
ἀδράξῃ ὁ δράκος τὸ
ὑνίν, ὁ ἄνδρας νὰ
ἐγλυτώσῃ.
«Στέλνομε,
δράκο, ἐρεύνα τον, μάνθανε τὴν γενηά μας,
πῶς
φαίνεται τὸ θώρι μας, πῶς
στέκουν τὰ κορμιά μας».
Κι’
ὁ δράκος, ὡς ἐσίμωσε, τὸ
ὑνὶν φουχτογραπώνει,
κι’ ἡ χέρα του τὸ ἔστειψε κι’ ἐχύθη κάτω ἡ σκόνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου