Ἡ ῥήγισσα τῶν λευκῶν
ρξϚ΄
Ῥῆγας, σπαθίου ἀρχόντοι,
πύργοι κι’ ἄλογα
καὶ
σὺ στοὺς πρώτους, τῶν
λευκῶν ἡ ῥήγισσα,
λιόφωτο
χιόνι ἀστράφτεις στὸ φουσσᾶτο
μας.
Κι’
ἂν πιόνι ἐγὼ γιὰ
ἐσέ, λογιέμαι, ἀχαμνό,
γιὰ
ἐσὲ βαστῶ
τοὺς μαύρους καὶ τὸν πόλεμο,
καρτέρια,
μπλόκα τῶν ὀχτρῶν
στὸν ἄβακα.
Κι’
ἂν ποτορμήσω ἆθλον καὶ
ἀποκοτιάν,
ἴσως νὰ
μ’ ὀρεχτῇς καὶ
ν’ ἀγαπήσῃς με.
Δὲν
πλέει τὸ δοιάκι τῶν μοιρῶν
ἀκλόνητο,
δὲν
πάει κι’ ὁ Κόσμος ἀνελεημόνητος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου