Οἶκος Χατζιαθανασίου
ροβ΄
Μὲ ὑπερηφάνειαν ἔβλεπα, μὲ δέος
πάντα κοιτοῦσα,
φωτογραφία παλαιάν, εἰκόνα φυλαγμένη.
Τὴν ἔδειχνα στοὺς συγγενεῖς, μικρὸ παιδὶ ἀποροῦσα,
«Ποιός εἶν’ αὐτὸς μὲ τὴν στολή;» (Τὴν ὄψι τὴν θλιμμένη.)
«Παιδί μου, εἶν’ ὁ Ἀλέξανδρος τῶν Χατζιαθανασίου,
ὁ ἄλλος Ἀθανάσιος καὶ ὁ τρίτος
Ἰωάννης.
Στὴν
Σμύρνη ἐσφάγησαν οἱ τρεῖς, στὴν γῆ τοῦ μαρτυρίου,
τ’ ἀδέρφια ἦσαν τῆς Δέσποινας καὶ τῆς γιαγιᾶς σου Ἄννης».
Παπποῦδες, ποὺ δὲν γνώρισα, συχνὰ σᾶς μνημονεύω,
μύθους ἀξιώνουν
κι’ οἱ ἀχαμνοί, κι’ οἱ
ταπεινοὶ ἔχουν γένη.
Κι’ ὡς τοῦ οἴκου τὸν χαμὸ μετρῶ, φυλάττω κι’ ἀναδεύω,
φλόγα τῆς γῆς περίστατη, μιὰ νέαν Οἰκουμένη.
Φωτογραφία τοῦ ἱστολογίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου