Ποίημα τοῦ Χάουαρντ
Φίλιπς Λάβκραφτ
Κτήριο στὴν σκόνη, ἀσβολερό, ὁ μίτος κεῖ ὡδηγοῦσε,
στῶν λαβυρίνθων τὰ στενά, γύρω ἀπ’ τὶς ἀποβάθρες·
πλασμάτων θαλασσόφερτων ὀσμές, χύνονταν, λάθρες,
κι’ ἀχλὺ σγουρὴ κι’ ἀπόκοσμην ὁ ζέφυρος φυσοῦσε.
στῶν λαβυρίνθων τὰ στενά, γύρω ἀπ’ τὶς ἀποβάθρες·
πλασμάτων θαλασσόφερτων ὀσμές, χύνονταν, λάθρες,
κι’ ἀχλὺ σγουρὴ κι’ ἀπόκοσμην ὁ ζέφυρος φυσοῦσε.
Στὴν ῥομβωτὴ βιτρῖνα του καπνιὰ καὶ πάχνη… ἐντὸς
βιβλίων σωροὶ ἀχνοφαίνονταν, δεντροκορμοὶ στριμμένοι
ψηλοὶ ὣς τὴν στέγη, ἐσάπιζαν· καὶ μέσα στοιβαγμένη
ἀρχαία σοφία σὲ θραύσματα, πάμφθηνος θησαυρός.
βιβλίων σωροὶ ἀχνοφαίνονταν, δεντροκορμοὶ στριμμένοι
ψηλοὶ ὣς τὴν στέγη, ἐσάπιζαν· καὶ μέσα στοιβαγμένη
ἀρχαία σοφία σὲ θραύσματα, πάμφθηνος θησαυρός.
Μ’ ἔθελξε! Μπῆκα! Σήκωσα, μ’ ἀράχνες, τοῦ σωροῦ
τὸν πάνω τόμο κι’ ἔνιωθα, τὰ φύλλα ὅπως γυρνοῦσαν,
τρόμο, λέξεις ἀμφίσημες ποὺ ὑπαινιγμοὺς κρατοῦσαν
κάποιου, στοῦ μύστη τὴν ματιά, φρικώδους μυστικοῦ.
τὸν πάνω τόμο κι’ ἔνιωθα, τὰ φύλλα ὅπως γυρνοῦσαν,
τρόμο, λέξεις ἀμφίσημες ποὺ ὑπαινιγμοὺς κρατοῦσαν
κάποιου, στοῦ μύστη τὴν ματιά, φρικώδους μυστικοῦ.
Γύρεψα νά βρω πωλητὴ μὲ πεῖρα, νὰ βοηθοῦσε,
κανεὶς… μονάχα μιᾶς φωνῆς ὁ ἀντίλαλος γελοῦσε!
κανεὶς… μονάχα μιᾶς φωνῆς ὁ ἀντίλαλος γελοῦσε!