Ποίημα τοῦ Γουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς
Ποιός ὠνειρεύτ’ ἡ ὀμορφιὰ πώς, ὄνειρον, περνᾷ;
Γιὰ τέτοια χείλη
κόκκινα κι’ ἀγέρωχα ὅλο ὀδύνη,
-ὀδύνη ὅτι θαῦμα νηὸ δὲν μέλλει νά ’ρθῃ πειά-
σὲ νεκρικὴ φεγγοβολὴν ἡ Τροία μῦθος γίνη
καὶ πέθαναν τοῦ Οὔσνα τὰ παιδιά.
Ἐμεῖς κι’ ὁ κόσμος ποὺ μοχθεῖ εἴμαστε ποὺ περνοῦμε:
Ἐν μέσῳ ἀνθρώπινων ψυχῶν ποὺ ὑποχωροῦν μὲ δισταγμὸ
σὰν τὰ θολὰ τὰ ὕδατα, κατάκρυα ποὺ κυλοῦνε,
ὑπὸ τῶν ἄστρων τὴν πομπή, τ’ οὐράνιου θόλου τὸν ἀφρό,
ζῇ πάντα ἡ μοναχική της ἡ μορφή.
Ὑποκλιθῆτε ἀρχάγγελοι ἐντὸς τοῦ οἴκου σας τοῦ θαμποῦ:
Προτοῦ σεῖς κἂν ὑπάρξετε ἢ ἄλλης καρδιᾶς ῥυθμός,
βαριεστημένη καὶ ἁβρὴ παράστεκε στὸν θρόνο Αὐτοῦ,
τὸ Πᾶν Οὗτος ἐποίησεν νά ’ναι χλοερὰ ὁδὸς
στὴν θέα τοῦ ὡραίου της ποδιοῦ.
Φωτογραφία: Alice Boughton