Ποίημα τοῦ λόρδου Ντάνσανυ
Στὴν ἔρημην, πέφτει τὸ βράδυ,
Σαχάρα· σπίθα μὲ τὴν σπίθα
Ἄραβες, ποιοὶ ἦσαν δὲν κατεῖχα,
φωτιὲς ἀνάβουν στὸ σκοτάδι.
Κόκκοι τῆς
στάχτης στὸν καπνὸ
κι’ ἕνας
μικρὸς πῶς νὰ μαντέψῃ
ποιὰ ἡ φλόγα πού ’χει τον χωνέψει
ἢ γιὰ ποιόν, τρέχει, προορισμό;
Στὶς μαῦρες τοῦ Παντὸς ἐρμιὲς
σπεῖρες
γαλαξιῶν γυρίζουν,
σπίθα ἐπὶ σπίθα στροβιλίζουν,
κι’ ἐμεῖς εἴμαστε μιὰ ἀπ’ αὐτές.
Ποιός νὰ
γνωρίζῃ τὸν σκοπὸ
ποὺ ἐγέρθηκαν ἢ ποῦ τὸ δείλι;
Ὅλα τὰ πνεύματα ῥωτῶ,
στέκουν… τὸ δάχτυλο στὰ χείλη.