«Βασιλεὺς βασιλέων Ὀσυμανδύας εἰμί.
Εἰ δέ τις
εἰδέναι
βούλεται πηλίκος εἰμὶ καὶ ποῦ κεῖμαι,
νικάτω τι τῶν ἐμῶν ἔργων».
Διόδωρος ὁ
Σικελιώτης
Ποίημα τοῦ Πέρσυ Μπὺς Σέλλεϋ
Στὸν
Φίλιππο Βαβουλάκη
Ἔσμειξα μὲ ταξειδιώτη πού ’ρθεν ἀπὸ ἀρχαία γῆ,
μοῦ ’πε: «Δυὸ γιγάντεια πόδια, λίθινα, δίχως κορμί,
ἐντὸς τῆς ἐρήμου στέκουν... Καὶ παρέκει, ἀπὸ τὴν ἄμμον
ὄψι ὅλο ῥωγμὲς προεξέχει κι’ ἡ ἀπαρέσκεια πού ’χει πάνω
στὰ συνωφρυωμένα χείλη
κι’ ἡ στυγνοῦ δεσπότου χλεύη,
μᾶς γνωρίζουν πὼς ὁ γλύπτης καλῶς ξέκρινε τὰ πάθη,
ὥστε ἐπιζοῦν ἀκόμα, στ’ ἄψυχου ὑλικοῦ τὴν σκάφη,
καὶ ἡ χεὶρ ποὺ τὰ ἐμιμήθη κι’ ἡ καρδιὰ ποὺ εἶχαν θρέψει.
Κι’ ἕνα ἐπίγραμμα στὸ βάθρο, μὲ παρόμοια λόγια, κεῖται:
Βασιλεὺς τῶν βασιλέων, ὁ Ὀσυμανδύας
εἰμί:
Σεῖς, τὰ ἔργα μου ὁρᾶτε,
δυνατοί, καὶ ἀπελπιστῆτε!
Τίποτε σιμὰ νὰ ἐσώθη. Τὸν ἀργὸ θάνατο, ζώνουν,
τοῦ κυκλώπειου ἐρειπίου, δίχως ὅρια καὶ γυμνοί,
ἔρμοι κι’ ὁμαλοὶ ἀμμοτόποι ποὺ ὣς τὰ πέρατα ἁπλώνουν».
Πίνακας: Alfred Clint