Ποίημα τοῦ Χάρολντ Χὰρτ Κρέην
Τὰ χέρια
μου ἡδονὴ δὲ νιῶσαν ἀπ’ τῶν χεριῶν σου τὸν καιρό,
- ὄχι –
μήτε ἀπ’ τὸ «ἔχε γειὰ» γέλιο λευτέρωσαν τὰ χείλη·
καὶ μὲς στὴν μέρα ξεδιπλώνεται τὸ
διάστημα τρανὸ
κι’ ἄφωνο
μεταξύ μας σάν, τὸν ἀμμωνίτη τὸ κοχύλι.
Κι’ ὅμως, ἡ ἀγάπη ὑπομένει, κι’ ἂς μοναχὴ λιμοκτονῇ.
Περιστεριοῦ φτερὰ κολλοῦνε στὴν καρδιά μου κάθε βράδυ
μὲ
τρυφερότη περισσή· κι’ ἂν φθάρη ἡ πέτρα ἡ κυανῆ
στὸ
δαχτυλίδι πίστεως, πειότερο λάμπει στὸ
σκοτάδι.