Ἔρως καὶ
ἀγάπη
ρμζ΄
Σὰν
τὸ δρολάπι ὁ ἔρωτας
ξάφνου ξεσπᾷ μακρόθε
κι’
ὅλον, τειχιὸ τρισκότεινο, μὲ
δέος κοντοζυγώνει.
Ἀστραποβρόντια τὸν
φωτᾶν καὶ νέφια τόνε κρύβουν,
κι’
ἀγέρας σέρνει τὰ ξερὰ
καὶ τὰ δεντρὰ
μανίζει.
Μυρίζ’
ἡ νοτισμένη γῆς καὶ
τοῦ νεροῦ τὸ δρόσος,
τὰ
πορτοθύρια τῆς καρδιᾶς
ἀνοιγοκλειοῦν καὶ
κροῦνε.
Κι’
ἀνάρηες στάλες σὲ κεντοῦν
καὶ τὸ κορμὶ
ῥιγάει,
κι’
ὁλόγδυτη, δόλια ψυχή, σὲ καμτσικώνει ἡ
μπόρα.
Μήτ’
ἀγροικᾷς, μήτε νογᾷς,
μήτε κι’ ἀλάργα βλέπεις,
βουτιέσαι
στὰ φαντάσματα κι’ εἰς τοὺς
νερένιους κόσμους.
Κι’
ἡ ἐντὸς φουρτοῦνα
σκιάζει σε, μὰ μὲ καιρὸ
ἀρμενίζεις,
κι’
ἂν σὲ τρομάζῃ
ὁ τύραγνος τὸ θαῦμα
σὲ καρδιώνει.
Καὶ
σὲ βαφτίζει ὁ οὐρανὸς
κι’ ὁ οὐρανὸς
σὲ λούζει,
ὣς νὰ
στραγγίσουν οἱ βροχές, κατράμια καὶ
καθούρια.
Κι’
ὕστερα οἱ φωτοσαγιττιὲς
σαρώνουν τὸ μπουρίνι
κι’
ὅλα θωρεῖς τα κρούσταλλο, στραφταλιστὸ
μπακίρι.
Καὶ
τότε λὲς τοῦ ἔρου ἡ
θανὴ φώτισε τὴν ἀγάπη,
καὶ
δίνεσ’ ἀσυγνέφιαστη, ψυχή, τοῦ μοναυθέντη.
Κι’
ἄλλοτε πρὶν τ’ ἀστράχτιδα
λύσουν τὴν σκοτεινάγρα,
πρώτ’
ἡ μελανοφτέρουγη, τὴν κουκουλώνει, νύχτα.
Καὶ
τότε λὲς δὲν ἔθρεψεν ὁ
ἔρως τὴν ἀγάπη,
κι’
ἀδάμαστη σὲ καίει, ψυχή, τῆς
μοναξιᾶς ἡ πεῖνα.