Οἱ κερασιὲς
ρμε΄
Στοῦ
περβολιοῦ μου τὴν γωνιά, στοῦ
φράχτη μου τὴν ἄκρη,
ἐφύτεψα δυὸ
κερασιές, δυὸ ἀχαμνὰ
δεντράκια,
ν’
ἀνθῇ ζευγάριν ἡ
ἐμμορφιά, νὰ διπλολουλουδίζῃ.
Στ’
ἄγουρο χῶμα πάλεψαν, νὰ
δώσουν πολεμῆσαν,
κι’ ἡ
μιὰ ῥίζες δὲν
τίναξε καὶ γληγοροξεράνθη,
κι’ ἡ
ἄλλη γοργοφούντωσε καὶ πρόκοψε κι’ ἁπλώθη.
Ὅταν ξυπνήσ’ ἡ
ἄνοιξις καὶ κοιμηθῇ
ὁ χειμῶνας
καὶ
σκεπαστοῦν τ’ ἀνθόκλωνα μὲ
ζάλευκο μαγνάδι,
θ’
ἀποθαυμάζουν σε, κυρά, τ’ ἀνθρωπινά
μου μάτια.
Μὰ
τῆς ψυχῆς μου οἱ ὀφθαλμοί, τῆς
φαντασιᾶς τὰ μάτια,
θὰ
παρασταίνουν πλάϊν σου καὶ τὴν νεκρὴ
ἀδελφή σου,
νὰ
στέκῃ λιοπερίχυτη καὶ τρισλουλουδιασμένη,
ψέμμα
δὲν εἶναι τὰ
ποὺ ὁ νοῦς
δύνεται κι’ ἀνασταίνει.