ρμδ΄
Ἡ
ἀνάμνησις τοῦ δρακοκαβαλάρη
Χαλκάστραφτεν
ὁ μαῦρος του σὰ δράκος χρυσαφένιος,
χαλκάστραφτε
κι ὁ κύρης μου, ῥήγας παραμυθένιος,
καλλιάρματος,
τετράξανθος καὶ δρακοκαβαλάρης!
Φόρειε
ζωστάρι κόκκινο, φολιδωτὸ λωρίκι,
στὰ
πόδια του ἁψηλὰ τζεγκιά, γλαυκὸ πανωλωρίκι,
κῦμα
μαντὺ στὶς πλάτες του, βλαττὶ ἀκριβὸ φλογάτο.
Στὸ
πλάϊ τὸ παραμήριν του κ’ ἡ σπάθα στὸ θηκάριν,
κυκλοσιδεροστέφανο
κι ἀμφαλωτὸ σκουτάριν,
τὸ
φλαμπουράκι ἀνέμιζε στοῦ κονταριοῦ τὴν λόγχη.
Κ’
ἐθώρας τον κατάφραχτον κι ὁλόγυρα κλεισμένον,
μπρούτζους,
πετσιὰ καὶ σίδερα ὁλοῦθε σκεπασμένον,
στὴν
κεφαλή του ἀσκέπαγος, κασσίδι δὲν ἐφόρει.
Ἡ
λευκοχέρα ἡ μάνα μου βαστοῦσε τὸ κασσίδιν,
ποὺ
εἶχε τουφίον ἄλικο κι ἁλυσωτὸ τραχήλιν,
κι
ἀτσάλινο στραφτάλιζε σὰν τ’ ἀργυρὸ φεγγάριν.
Στὴν
ἀγκαλιά μου τό ’σφιξεν, ψηλὰ ψηλὰ μ’ ἀσκώνει,
τ’
ἄγουρα χέρια τέντωσα κι ὁ κύρης χαμηλώνει,
κ’
ἔστεψα μ’ ἡλιοστέφανο τὸν δρακοκαβαλάρην.
«Σὰν
μ’ ἔστεψεν ὁ ὑγιόκας μου, κύριος εἰμὶ τοῦ κόσμου!
Τὸν
ἀμηρὰ ἔχω δοῦλο μου, τὸν Φράγκο λίζιό μου,
καὶ
τὸν Ῥωμαῖο βασιλιὰ τρία σκαλιὰ πιὸ κάτω».
Τέτοια
ποὺ στερνομίλησες στὸν γιόκα σου πατέρα,
κ’
εἴκοσι χρόνοι ἂς κύλησαν… δὲν λησμονῶ τὴν μέρα,
κι
ὡς στὶς ὀχιὲς πορεύομαι, θυμοῦμαι σε κι ἀντρειεύομαι.