Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Ἡ μπαλλάντα πρὶν τὸ παραμύθι


Ἡ μπαλλάντα πρὶν τὸ παραμύθι

ρμθ΄

Στοίβαξε ξύλα ὁ μάγειρος κι’ ἀνάβει τὸ τσουκάλι
κι’ ὁ πελεκάρης δάγκωσε καὶ μασουλᾷ ἕνα μῆλο·
ὁ νηὸς ὁ ἀγγελοπρόσωπος χαρᾶς γκριμάτσα ἐπῆρε,
τοῦ ἱεροφάντη ποὺ ἔσυρεν, ἀπ’ τὰ ταρώ, τὸ φύλλο.

Κι’ ὁ ψαρογένης γίγαντας, σὰν ν’ ἀγαπᾷ γυναῖκα,
τρίβει σκουτάρι θωριακό, στάζει καὶ τὸ λαδώνει·
τάχα παλεύουν οἱ ἀδελφοί, κάθεται ὁ μπαλλεστρέρης
καὶ μ’ ἀλοιφὴ θανατερὴ σαγίττες φαρμακώνει.

Ὅπως στὸ μέλι ἡ μέλισσα κι’ ὁ πότης στὸ μουχρούτι,
μὰ ὡς κειὸς ῥαβδὶ ποιός ν’ ἀργαστῇ, βαρδούκι νὰ δουλέψῃ;
Λύρα ὁ βοσκάρης κελαηδεῖ, κάλλιον τραβᾷ δοξάρι,
κεντᾷ τὴν ζάβα του ὁ μουγγός, ἡ πλέξις ἂν θ’ ἀντέξῃ.

Ῥεμβάζει τ’ ἀρχοντόπουλο, στὰ μάτια του ἀγριεμάρα,
στὴν μαύρη δρακοντοκαρδιὰ σπαθὶ πῶς νὰ βουτήσῃ·
μιὰ μελετᾷ τὸ ἀτσάλι του, μιὰ στὸ βουνὶ τὸ σπήληο,
κι’ ὁ νοῦς του μηχανὲς γεννᾷ, τὸν πόλεμο νὰ ὁρίσῃ.

Κι’ εἶμαι κι’ ἐγὼ ποὺ γράφω τα καὶ τὴν ἀντρειὰ φηγοῦμαι,
ἀμὴ ὡς κατέβω στὸν καυγὰ παίζω κεστροσφεντόνη.
Ἡ συντροφιὰ μαζώχτηκε, τρῶν στῆς φωτιᾶς τὸν γῦρο,
τοὺς θαμποφέγγει ἡ στιὰ καὶ λέει: «Δώδεκα δρακοκτόνοι».

Οἱ ἕνδεκα ἐπλάγιασαν, βιγλίζει ὁ βαρδιατόρος…
…Ταχιά, κι’ ὁ ἥλιος βοηθός, στὸ φίδι ὁμάδι πᾶμε!
«Καὶ ζήσανε αὐτοὶ καλά…» ξηγᾶν στὰ παραμύθια,
μὰ ὅσους ὁ δράκος χώνεψε πῶς δράκο νὰ ἱστορᾶνε;