Ἡ μπαλλάντα πρὶν τὸ παραμύθι
ρμθ΄
Στοίβαξε ξύλα ὁ μάγειρος κι’ ἀνάβει τὸ τσουκάλι
κι’ ὁ
πελεκάρης δάγκωσε καὶ μασουλᾷ ἕνα μῆλο·
ὁ νηὸς ὁ ἀγγελοπρόσωπος χαρᾶς
γκριμάτσα ἐπῆρε,
τοῦ ἱεροφάντη ποὺ ἔσυρεν, ἀπ’ τὰ ταρώ, τὸ φύλλο.
Κι’ ὁ
ψαρογένης γίγαντας, σὰν ν’ ἀγαπᾷ γυναῖκα,
τρίβει σκουτάρι θωριακό, στάζει καὶ τὸ λαδώνει·
τάχα παλεύουν οἱ ἀδελφοί, κάθεται ὁ
μπαλλεστρέρης
καὶ μ’ ἀλοιφὴ θανατερὴ σαγίττες φαρμακώνει.
Ὅπως στὸ μέλι ἡ μέλισσα κι’ ὁ πότης
στὸ μουχρούτι,
μὰ ὡς κειὸς ῥαβδὶ ποιός ν’ ἀργαστῇ, βαρδούκι νὰ δουλέψῃ;
Λύρα ὁ
βοσκάρης κελαηδεῖ, κάλλιον τραβᾷ
δοξάρι,
κεντᾷ τὴν ζάβα του ὁ μουγγός, ἡ πλέξις ἂν θ’ ἀντέξῃ.
Ῥεμβάζει τ’ ἀρχοντόπουλο, στὰ μάτια του ἀγριεμάρα,
στὴν μαύρη
δρακοντοκαρδιὰ σπαθὶ πῶς νὰ βουτήσῃ·
μιὰ μελετᾷ τὸ ἀτσάλι του, μιὰ στὸ βουνὶ τὸ σπήληο,
κι’ ὁ νοῦς του μηχανὲς γεννᾷ, τὸν πόλεμο νὰ ὁρίσῃ.
Κι’ εἶμαι κι’
ἐγὼ ποὺ γράφω τα καὶ τὴν ἀντρειὰ φηγοῦμαι,
ἀμὴ ὡς κατέβω στὸν καυγὰ παίζω
κεστροσφεντόνη.
Ἡ συντροφιὰ μαζώχτηκε, τρῶν στῆς φωτιᾶς τὸν γῦρο,
τοὺς θαμποφέγγει
ἡ στιὰ καὶ λέει: «Δώδεκα δρακοκτόνοι».
Οἱ ἕνδεκα ἐπλάγιασαν, βιγλίζει ὁ
βαρδιατόρος…
…Ταχιά, κι’ ὁ ἥλιος βοηθός, στὸ φίδι ὁμάδι πᾶμε!
«Καὶ ζήσανε
αὐτοὶ καλά…» ξηγᾶν στὰ
παραμύθια,
μὰ ὅσους ὁ δράκος χώνεψε πῶς δράκο
νὰ ἱστορᾶνε;