Τὸ χρυσὸ καλντερίμι
ρμ΄
Στὸν
κάμπο ἑσπέρα τοῦ Μαρτιοῦ
φυσᾷ κι’ ἀστραποφέγγει,
νεφῶν
λεφούσι ἐμαύρισε καὶ οἱ οὐρανοὶ
ἀνοῖξαν,
καὶ
ἡ ψυχή μου ἐμούσκεψε κι’ εἰς
τὴν βροχὴ ἐβαπτίσθη,
τὸ
ὕδωρ μοῦ ἐψιθύρισεν,
τὰ πρὸ τοῦ
βιοῦ θυμοῦμαι,
κι’
ἔρμος μὲς στὴ
νεροποντὴν ἀνέκραξα «Μητέρα!»
Ὁ Ἥλιος, ἄναξ
βασιλεύς, εἰς τὸν
Ζυγὸ δρομοῦσεν,
εἰς
τὸν Ζυγὸ κι’ ὁ
Οὐρανός, εἰς τὸν
Ζυγὸ κι’ ὁ Πλούτων.
Στὸν
Ὑδροχόον ἦτ’ ὁ
Ζεύς, ὁ Κρόνος στὸν Καρκῖνο,
κι’
εἰς τὸν Σκορπιὸ
πορεύοταν Ἑρμέας κι’ Ἀφροδίτη.
Καὶ
ἡ Μήνη, γόησσα κυρά, ἔλαμπε στοὺς
Ἰχθύες,
κι’
εἰς τὸν Τοξότη ὁ
Ποσειδῶν κι’ ὁ Ἄρης εἰς
τὸν Ταῦρο.
Τὸ
μεσουράνημα εἰς Σκορπιὸ
καὶ τὸ ναδὶρ
εἰς Ταῦρο,
τὸ
ποὺ ἀνατέλλει Αἰγόκερως
στὴν φτάση τοῦ Ὑδροχόου.
Κι’
ἔτσι ὅπως ὠρδινιάστηκαν
οἶκοι, πλανῆτες κι’ ἄστρη,
σκίστη
ὁ ἀθέρας, χώρισαν τοῦ
σκοταδιοῦ οἱ μπερντέδες,
καὶ
φανερώθη ὁλόχρυσο, πανώρηο καλντερίμι
κι’
ἀσπιθοβόλα στὴ νυχτιά, χρυσαύγαζε ὣς
τὰ πέρα.
Οἱ
πλάκες του ἦσαν ἀπὸ
φῶς κι’ οἱ ἁρμοὶ
χρυσὲς κλωστίτσες,
καὶ
τὰ παραπεζούλια του τῶν ἀστεριῶν
ἀχτῖδες.
Τότες
ὁ δαίμων κι’ ἡ ψυχή, ἀπείτις
κι’ ἐθαυμάσαν,
ἀλληλοκοιταχτήκασιν,
γλυκοχαμογελάσαν!
Κι’
ὥμοιαζε ὁ δαίμων δέσποινα, ῥήγισσ’
ἀφροπλασμένη,
καὶ
ἡ ψυχὴ νηὸς
ἄγουρος στὴν ἥβη καὶ
στὴν ὄψι·
κι’
ὁ δαίμων δαχτυλόδειξεν καὶ τῆς
ψυχούλας εἶπεν:
«Ἰδὲ
παιδί μου, ὁλόχρυσο στερηώθη
καλντερίμι,
κι’
ἡ νύχτα ἡ ἀγεφύρωτη
γιὰ σένα γεφυρώθη!
Καιρὸς
νὰ λείψῃς ἀπ’ αὐτοῦ,
στοὺς χθόνιους ν’ ἀπλικεύῃς,
καὶ
νὰ κυλήσῃς καταγῆς,
σὰν χρυσαφένιο φύλλο,
καιρὸς
νὰ ζήσῃς ἄνθρωπος, τῆς
ἀνθρωπότης μέρος.
Φύλαγε
τὰ ποὺ ὡρμήνεψα
στ’ ἀπόκρυφό σου ἁρμάριν
νὰ
ὑπηρετοῦν σε, νὰ
βοηθοῦν, σὰν θὰ
κακοκαιρίζῃς,
νὰ
βγαίνουν ν’ ἀντρειγεύουν σε ὅταν
θ’ ἀντρομαχιέσαι.
Κι’
ὅταν, παιδί, θὰ ζώνουν σε ὁ
φόβος μὲ τὴν ἔγνοια,
θὰ
φαίνωμαι στὸν πρῶτον
σου τὸν ἀλαφρὺ
τὸν ὕπνο
καὶ σύ, τραγούδι ἀνέγνωρον, θ’ ἀκούγῃς
τὴν λαλιά μου,
μὰ
θὰ ψυχανεμίζεσαι τῶν λόγων μου τὴν
σάρκα,
θὰ
νιώθῃς κι’ ἡ ἀγάπη μου θὰ
σὲ ληοντοκαρδιώνῃ».
Τότε
ἡ ψυχοῦλα ἠρώτησε
τὸν δαίμονα κι’ ἀπόρει:
«Μητέρα,
ἐτοῦτα τὰ
ποιῶ, ἀμὴ λαβαίνω ἀγάπη
ν’
ἀποθεριέψῃ νηὰ
φτερὰ
καὶ ν’ ἀναφτερουγίσω;»
Σιωπὴν
χάρισ’ ὁ δαίμονας, «ὕπαγε» γλυκολέγει…
καὶ
ἡ ψυχοῦλα εἰς
τὸ χρυσό, πατεῖ, τὸ
καλντερίμι,
καὶ
πρὶν κυλήσῃ καταγῆς,
σὰν χρυσαφένιο φύλλο,
στρέφει
στερνὰ τὴν κεφαλή, κουνάει δειλὰ
τὸ χέρι,
-
στὰ μάτια ἐλάμπαν κρούσταλλα, στὰ
μάγουλα
διαμάντια-
κι’
ἔκλαψε κι’ ἐχαιρέτησε τὸν
κόσμον ποὺ ἀπαρνήθη,
κι’
ἔκλαψα κι’ ἐχαιρέτησα τὸν
κόσμον ποὺ ἐγεννήθην.