Ὁ ξεδοντιάρης λέων
ρμα΄
Ὢ Δίκηο! Μακρυχαίτικο,
πλατύστερνο ληοντάρι,
κι’
ἀπ’ τὲς ἀχτῖδες
τοῦ ἡλιοῦ
βασιλοκρατημένο,
πού
’χες τὰ δόντια σουβλερά, τὰ νύχια ἀκονισμένα,
πού
’σουν στὸ θώρι ἡ δύναμις, στὸ
διάβαινες ἡ χάρις,
κι’
ὅντες βρουχιόσουν λούφαζαν τ’ ἀδικοκαμωμένα,
κι’
ἐκέρωνε κάθε κακό, στράγγιζε δίχως θάῤῥη,
καὶ
ἠτρέμαν σε τ’ ἀνάξια, μὲ
τ’ ἀστανιὸ σὲ ὑμνοῦσαν,
τῆς
ἀξιοσύνης τὸν ἀνθὸ
καρπόδενε ἡ βουλή σου,
καὶ
τὸ πρεπὸ καντάριαζες, τοῦ
δουλευτῆ, μοιράδι,
κι’
ὅλοι ποὺ εἰς σένα ἤλπιζαν κι’ ἀμῶναν κι’ ἀγαποῦσαν,
τώρα
σὲ συζητοῦν κιοτή, σὲ
κράζουν γιὰ ψωριάρη,
ἀμ’ σκιάζονται καὶ
περπατοῦν μακριὰ ἀπὸ
τὴν ὀργή σου.
Τώρα
στ’ ἀτσάλινα κλουβιὰ γυρνᾷς
τῶν μεγιστάνων,
κι’
ἔχεις λουρὶ στὸν
τράχηλο, φιογκάκι στὴν οὐρά
σου,
σαλτάρεις
γύρους μὲ φωτιά, κάμεις τὸν τσαρλατᾶνο,
γατοῦλα,
τρέχεις καὶ κυλᾷς
τῶν πλούσιω τὸ κουβάρι,
σ’
ἐκειοὺς τρίβεσαι, γουργουρᾷς,
κοιμιέσαι στὴν ποδιά τους,
καὶ
τὸν μικρούλη πρὶν γευτῇς,
ποντίκι, τυραγνεύεις,
φαφούτικο
ἀνημπόρεψες, κρηὰς μαλακὸ
γυρεύεις,
δὲν
κόφτουν τὰ σαγόνια
σου, τὰ νύχια σου δὲν σκίζουν
σκληρόπετσους
τῆς ἀνομιᾶς
κι’ ἀδίκους τῶν ἀρχόντων,
νοικοκυραίους
μασουλᾶν, μὲ σάρκες πλέμπας τρίζουν,
τσανακογλείφτη
κάθε βιᾶς, τοῦ ἰμπέριου
βασταγάρι,
ὢ Δίκηο! Μοχτηρὸ
θεργιό, μοβόρε ξεδοντιάρη.