Τρίτη 2 Απριλίου 2019

The Prophets’ Paradise – Ὁ γελωτοποιὸς




















Τοῦ Ρόμπερτ Γουίλλιαμ Τσέημπερς

«Ἦταν ὡραία;» Ῥώτησα, ἀλλὰ κρυφογέλασε μόνον, ἀκροαζόμενος τὰ καμπανάκια ὅπου κουδούνιζαν ἐπάνω στὸν σκοῦφο του.
     «Μαχαιρωμένη», χαχάνισε. «Ἀναλογίσου τὸ μακρυνὸ ταξείδι, τὶς ἡμέρες τοῦ κινδύνου, τὶς φριχτὲς νύχτες! Ἀναλογίσου πῶς περιπλανήθηκε, γιὰ χάρι της, χρόνο μὲ τὸν χρόνο, διαβαίνοντας τόπους ἐχθρικούς, λαχταρῶντας οἰκογένεια καὶ φίλους, λαχταρῶντας ἐκείνη!»
     «Μαχαιρωμένη», χαχάνισε, ἀκροαζόμενος τὰ καμπανάκια ὅπου κουδούνιζαν ἐπάνω στὸν σκοῦφο του.
     «Ἦταν ὡραία;» Ῥώτησα, ἀλλὰ γρύλλισε μόνον, μουρμουρίζοντας στὰ καμπανάκια ὅπου κουδούνιζαν ἐπάνω στὸν σκοῦφο του.
     «Τὸν φίλησε στὴν πύλη», χαχάνισε, «ὅμως στὴν αἴθουσα τὸ καλωσόρισμα τοῦ ἀδελφοῦ του τὸν ἄγγιξε κατάκαρδα».
     «Ἦταν ὡραία;» Ῥώτησα.
     «Μαχαιρωμένη», κρυφογέλασε. «Ἀναλογίσου τὸ μακρυνὸ ταξείδι, τὶς ἡμέρες τοῦ κινδύνου, τὶς φριχτὲς νύχτες! Ἀναλογίσου πῶς περιπλανήθηκε, γιὰ χάρι της, χρόνο μὲ τὸν χρόνο, διαβαίνοντας τόπους ἐχθρικούς, λαχταρῶντας οἰκογένεια καὶ φίλους, λαχταρῶντας ἐκείνη!»
     «Τὸν φίλησε στὴν πύλη, ὅμως στὴν αἴθουσα τὸ καλωσόρισμα τοῦ ἀδελφοῦ του τὸν ἄγγιξε κατάκαρδα».
     «Ἦταν ὡραία;» Ῥώτησα, ἀλλὰ γρύλλισε μόνον, ἀκροαζόμενος τὰ καμπανάκια ὅπου κουδούνιζαν ἐπάνω στὸν σκοῦφο του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου