Ποίημα τοῦ Τζὼν Κὴτς
Σὰν φόβοι μὲ στοιχειώνουνε πὼς ἴσως καὶ πεθάνω
προτοῦ θερίσῃ ἡ πέννα μου τοῦ νοῦ μου τὰ σπαρτά,
προτοῦ ψηλοὶ βιβλιοσωροί, μὲ τὴν γραφή μου πάνω,
νὰ κλειοῦν, ἀμπάρια πλούσια,
καρπίσματα μεστά...
σάν, στῆς νυχτιᾶς τ’ ἀστερωπὸ τὸ πρόσωπο, κοιτάξω
πελώρια σύμβολα θαμπὰ κάποιας μυθιστορίας
καὶ στοχαστῶ ποὺ ἴσως μὲ βρῇ τὸ τέλος πρὶν χαράξω
τὶς σκιές των, μὲ τὸ μαγικὸ χέρι τῆς εὐκαιρίας...
καὶ σὰν τὸ νιώθω, πάγκαλον
μιανῆς ὥρας βλαστάρι,
ὅτι ἐσὲ τὰ μάτια μου δὲν θ’ ἀντικρύζουν πειά,
κι’ ὅτι ποτὲ δὲ θὰ εὐφρανθῶ τὴν νεραϊδένια χάρι
τοῦ ἔρωτα δίχως λογικὴ... τότε στὴν ἀμμουδιὰ
τοῦ κόσμου ἔρμος στέκομαι, σκέψεις κλωθογυρίζω
μέχρι ποὺ φήμη κι’ ἔρωτα στὸ ἀσήμαντο βυθίζω.
Πίνακας: Joseph Severn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου