Ποίημα τοῦ Τζαίημς Ράσσελ Λόουελ
Μικρὸς σὰν ἤμουν πάμφτωχο ἀγόρι,
κι’ ἐζοῦσα σ’ ἕνα κάθυγρο κελλάρι,
δὲν εἶχα φίλο, μήτε καὶ
παιχνίδι,
ἀμ’ εἶχα τοῦ Ἀλαδίνου τὸ λυχνάρι.
Σὰν ἄγρυπνος κρατιόμουν γιὰ τὸ ψῦχος
ἔκαιγα, μὲς στὸ νοῦ, φωτιὰ πλουσία,
κι’ ἔχτιζα,
χρυσοσκέπαστα, δικά μου
πανώρηα κάστρα, ἐκεῖ, στὴν Ἰσπανία.
Πάει καιρός, μόχτησα νύχτα μέρα
κι’ αὐγάτισα
παράδες, δύναμι ἔχω,
μὰ ὅλους τοὺς ἀργυροῦς μου λύχνους δίνω
γιὰ ἐκεῖνον ὁποὺ πλέον δὲν κατέχω.
Λάβε ἀπὸ μένα, Τύχη, ὅ,τι
διαλέξῃς…
πλούτη ὅπως
φέρνεις φέρνεις καὶ πενία·
ὅ,τι κι’ ἂν χάσω δὲν θὰ μὲ πονέσῃ,
κάστρα δὲν ἔχω, πειά, στὴν Ἰσπανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου