Ποίημα τοῦ Λιούις Κάρρολ
Ὁμῖχλες μεσονύχτιες σὰν πλανῶνται
Ὁμῖχλες μεσονύχτιες σὰν πλανῶνται
κι’ ὅλα στὴ χώρα μέσα πειὰ κοιμῶνται,
οἱ κραταιοὶ νεκροὶ βαδίζουν γύρω
κι’ ἀργὰ μὲ προσπερνοῦν.
Ἅγιους, ἰδές, σοφοὺς καὶ ἀντρειωμένους
πῶς πέρ’ ἀπὸ καιροὺς ἀφανισμένους,
μ’ ὕφος ἱερατικό, βαρὺ τὸ βῆμα,
προβάλλουν, προσπερνοῦν.
Τ’ αὔγασμα
στοῦ μεσημεριοῦ τὴν δόξα,
τὸ
μούχρωμα, τ’ ἀχνὰ ἁπαλά του φῶτα,
γητεύουν τὴν ματιὰ μὰ θὲ νὰ σβήσουν,
νὰ σβήσουν
νὰ χαθοῦν.
Μὰ ἐδῶ, στοῦ ὀνειρότοπου τὴν μέσι,
διαγουμιστῆ τὸ χέρι δὲν θὰ πέσῃ,
οἱ ὡραῖες ὀπτασίες ἡ σπάνια λάμψις
ποτὲ δὲν θὰ χαθοῦν.
Θωρῶ τοὺς ἥσκιους πέφτουν, μεγαλώνουν,
τοῦ παλαιοῦ οἱ μορφὲς ἀναβιώνουν;
Οἱ κραταιοὶ νεκροὶ βαδίζουν γύρω
κι’ ἀργὰ μὲ προσπερνοῦν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου