Ποίημα τοῦ Τζὼν Κὴτς
Ψιθύρους αἰώνιους βαστᾷ τριγύρω ἀπὸ τόπους
σὲ
περιγιάλια ἐρημικά· μὲ τὴν
φουσκονεριά της
μύριες σπηληὲς μερονυχτὶς δὶς
φράζει, ὣς τῆς Ἑκάτης
τὰ μάγια
πάλι ἀφήσουν τες στὸν ἡσκιερὸν ἀχό τους.
Συχνὰ
γαλήνια θὰ τὴν βρῇς, δίχως χοροὺς
κυμάτων,
ποὺ μετὰ βιᾶς τὸ πειὸ μικρὸ τὸ πειὸ ἀχαμνὸ κοχύλι
γιὰ ἡμέρες θὲ νὰ
κουνηθῇ ’πὸ κεῖ ποὺ τό ’χαν στείλει
τοῦ οὐρανοῦ οἱ ἀγέρηδες στὸ στερνοξέσπασμά των.
Ὢ σεῖς! ποὺ γέμει ἐρεθισμὸν καὶ κούραση ἡ ματιά σας,
ἰδοὺ συμποσιάστε την στῆς
θάλασσας τὰ πλάτη.
Ὢ σεῖς! βάναυση ὀχλοβοὴ ποὺ ἐκούφανε τ’ αὐτιά σας
ἢ μελῳδίες γλυκερὲς
μπουχτίσατε χορτᾶτοι,
στὸ στόμιο
γέρικης σπηληᾶς καθίστε, στοχαστῆτε,
ὥσπου –σὰν νύμφες νά ’ψελναν τάχα– θὰ ξαφνιαστῆτε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου