Διασκευὴ τοῦ ποιήματος «Azathoth»
τοῦ
Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
Στὴν
Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.
«Ἀγαπητὲ Χ
Σᾶς ἀποστέλλω τὸ ὑστερινὸν ἔργον τοῦ παράφρονος ποιητοῦ, ὃ καὶ μοὶ ἀνεθέσατε πρὸς ἀποκατάστασιν. Τὸ πρᾶγμα ἦτο δύσκολον, ὁμολογῶ, διότι μανιωδῶς ἐπειράθη νὰ καταστρέψῃ τὸ χειρόγραφον μετὰ τοῦ χαρτοκόπτου. Εἰς τὴν κακὴν ὄψιν τοῦ γραπτοῦ ἐπέτεινον καὶ αἱ ἐκτιναχθεῖσαι, κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς ἐκπυρσοκροτήσεως τοῦ πυροβόλου ὅπλου, κηλῖδες αἵματος. Μέγα κρῖμα… Ἡ, παρὰ τὸ χειρόγραφον, εὑρεθεῖσα φωτογραφία μὲ τὴν σημείωσιν: Ἐνθύμιον
μικρασιατικῆς ἐκστρατείας – λάφυρον ἀπὸ τὸ τάγμα ντερβισάδων τῆς Ἰρέμ, φέρει εἰς τὸ προσκήνιον τὴν γνωστὴν ὑπόθεσιν τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ Πύλης. Ἡ ἀποτυπωθεῖσα, ἐπὶ τοῦ φωτογραφικοῦ χάρτου, στήλη εἰκάζω ὅτι ἐχαράχθη εἰς σφηνοειδῆ χεττιτικὴν γραφήν, τὸ δὲ ποιητικὸν πόνημα τοῦ αὐτόχειρος ἀποτελῇ μετάφρασιν αὐτῆς. Ἴσως εὑρισκώμεθα, φίλτατε,
πρὸ συνταρακτικῶν ἀποκαλύψεων, ὅθεν ἀπαιτεῖται νὰ τηρηθῇ ἄκρα μυστικότης. Τὸ κοινὸν ἂς συνεχίσῃ νὰ πιστεύῃ εἰς τόν, περὶ ἀναιμάκτου παραδόσεως τῆς Θεσσαλονίκης, μῦθον. Ἂς μὴ μάθῃ ποτὲ διὰ τὴν μυστικὴν μάχην, ἣν ἔδωκεν ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς κατὰ τῆς φρουρᾶς τῶν φανατικῶν δερβίσηδων, πρὸς κατάληψιν τῶν τρομερῶν Κήπων τοῦ πασᾶ καὶ τῆς, ἐντὸς αὐτῶν εὑρισκομένης, ἐνεργοῦ Πύλης. Ἄνοιξις… ὁ τόπος λουλουδίζει καὶ ἡ νεκρὰ γῆ ἀνίσταται, φίλε μου,
καθὼς αἱ γερμανικαὶ ἑρπύστριαι πατοῦν πλέον ἐπὶ ἐδάφους ἑλληνικοῦ. Ὅμως μικρὰν σημασίαν ἔχουν τὰ τοῦ κόσμου τούτου. Γρηγορεῖτε!
Καὶ τοὔνομα τοῦ ὄντος Ἀζατώθ;
Στὸ ἐξώτατο / κενὸ μ’ ἔφερ’ ὁ δαίμων·
προσπεράσαμε / τὸ Πᾶν κεκοσμημένον,
στὰ πυριφλεγῆ, / πετῶντας, ἀστροσμήνη,
ἐκεῖ ποὺ χρόνος / καὶ ὕλη δὲν ἁπλώνουν,
τὸ χάος μόνον, / ἄπλαστο… δίχως χῶρο.
Κεῖ στὸ ἔρεβος, / ὁ κύριος τῶν πάντων
ὁ τιτάνιος, / μ’ ὀργὴ ψελλίζει ὅσα
ὀνειρεύτηκε / κι ἀνέγνωρα τοῦ ἐμεῖναν·
καὶ πέριξ αὐτοῦ / ὄντα σὰν νυχτερίδες
μὲ ῥευστὲς μορφές, / πετοῦν κι ἀδέξια πέφτουν
σ’ ἀνόητες δῖνες, / ποὺ φῶτα ἀναρριπίζουν.
Τρελὰ χορεύουν / στ’ ὀξύηχο μοιρολόγι
ῥαγισμένου αὐλοῦ / ποὺ τὸν γραπώνουν νύχια
πέλματος φριχτοῦ· / ἐκεῖθεν ἀναβλύζουν
κύματα τυφλά, / ποὺ οἱ τυχαῖες ῥοές των,
σὰν ὑφαίνονται, / γεννοῦν κ’ εὐθὺς σφραγίζουν
τοῦ κάθ’ εὐθραύστου / κόσμου τὸν στέρεο νόμο.
«Ἄγγελος εἰμὶ / αὐτοῦ» εἶπεν ὁ δαίμων
ἐνῶ χτύπησε, / βαθιὰ περιφρονῶντας
τὸν αὐθέντη του, / τὴν κεφαλὴν τοῦ ὄντος.
ΥΓ: Ἡ νὺξ καθ’ ἣν ὁ φέρελπις λογοτέχνης ἐθέρισε τὸν στάχυν τῆς ζωῆς του, ἑορτάζεται ὑπὸ τῶν Φραγκολατίνων ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν ἀποκρυφιστῶν (σᾶς τὸ τονίζω) ὡς βαλπουργεία…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου