Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

The House of Judgment


 









Πεζὸ ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ


Καὶ ἐγίνη σιγὴ εἰς τὸν Οἶκον τῆς Κρίσεως, καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἦλθε γυμνὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὴν Βίβλον τῆς Ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου.

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Ὁ βίος σου ὑπῆρξε κακός, καὶ σὺ ἐπέδειξες βαναυσότητα εἰς ὅσους εἶχαν χρεία βοηθείας, καὶ πρὸς ὅσους ἐστεροῦντο ἀρωγῆς ἐστάθης πικρόχολος καὶ σκληρόκαρδος. Οἱ πτωχοὶ σὲ ἐφώναξαν καὶ σὺ μήτε ποὺ ἀγροίκησες, καὶ τὰ ὦτα σου ἐκράτησες κλειστὰ εἰς τὴν κραυγὴ τῶν πεπληγμένων Μου. Τὴν κληρονομίαν τῶν ὀρφανῶν ἅρπαξες διὰ ὄφελός σου, καὶ ἀπέστειλες τὲς ἀλεποῦδες ἐντὸς τοῦ ἀμπελῶνος εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ γείτονός σου. Σὺ ἅρπαξες τὸ ψωμὶ τῶν παιδίων καὶ ἔδωκές το εἰς τοὺς κύνες νὰ φάγουν, καὶ τοὺς λεπρούς Μου ὅπου ἐζοῦσαν εἰς τὰ ἕλη, καὶ ἦσαν ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐξυμνοῦσαν Με, ὡδήγησες ἔξω κι’ ἐπάνω εἰς τὲς ὁδούς, καὶ εἰς τὴν ἰδική Μου γῆ ἐκ τῆς ὁποίας σὲ ἔπλασα ἔχυσες ἀθῷον αἷμα».

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐποίησεν ἀπόκρισι καὶ εἶπεν, «Ὡσαύτως ἔπραξα».

Καὶ πάλιν ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὴν Βίβλον τῆς Ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου.

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Ὁ βίος σου ὑπῆρξε κακός, καὶ τὸ Κάλλος ὅπου ἐφανέρωσα σὺ τὸ ἐζήτησες, καὶ τὸ Ἀγαθὸν ὅπου ἀπέκρυψα σὺ τὸ ἀγνόησες. Οἱ τοῖχοι τῆς κάμαρής σου ἦσαν ζωγραφισμένοι μὲ εἰκόνες, καὶ ἀπὸ τὴν κλίνη τῶν βδελυγμάτων σου ἠγέρθης μὲ τὸν ἦχο τῶν αὐλῶν. Σὺ ἀνήγειρες ἑπτὰ βωμοὺς εἰς τὲς ἁμαρτίες ὅπου ὑπέφερα, καὶ ἔφαγες ἀπὸ ἐκεῖνο ὅπου δὲν ἐπιτρέπεται νὰ φαγωθῇ, καὶ ἡ πορφύρα τοῦ ἐνδύματός σου ἦτο κεντημένη μὲ τὰ τρία σύμβολα τῆς αἰσχύνης. Τὰ εἴδωλά σου δὲν ἦσαν μήτε ἀπὸ χρυσὸν μήτε ἀπὸ ἄργυρον ὅπου διαρκοῦν, παρὰ ἐκ σαρκὸς ὅπου θνήσκει. Σὺ ἐλέρωσες τὰ μαλλιά των μὲ ἀρώματα καὶ ἔθεσες ῥόδια εἰς τὰ χέρια των. Σὺ ἐλέρωσες τὰ πόδια των μὲ ζαφορὰ καὶ ἅπλωσες χαλιὰ ἐμπροστά των. Μὲ ἀντιμόνιον ἐλέρωσες τὰ βλέφαρά των καὶ τὰ σώματά των ἄλειψες μὲ σμύρνα. Καὶ προσκύνησες ἀτός σου ἀπολύτως ἐνώπιόν των, καὶ οἱ θρόνοι τῶν εἰδώλων σου ἐστήθηκαν εἰς τὸν ἥλιον. Σὺ ἔδειξες εἰς τὸν ἥλιον τὴν αἰσχύνη σου καὶ εἰς τὴν σελήνη τὴν παραφροσύνη σου».

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐποίησεν ἀπόκρισι καὶ εἶπεν, «Ὡσαύτως ἔπραξα».

Καὶ διὰ τρίτη φορὰν ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὴν Βίβλον τῆς Ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου.

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Κακὸς ὑπῆρξεν ὁ βίος σου, καὶ μὲ κακὸν ἀνταπέδωσες τὸ καλό, καὶ μὲ ἀδικοπραγία τὴν καλωσύνη. Τὰ χέρια ὅπου σ’ ἔθρεψαν σὺ τὰ ἐλάβωσες, καὶ τὰ στήθη ὅπου σ’ ἐθήλασαν σὺ τὰ περιφρόνησες. Ἐκεῖνος ὅπου ἦλθεν εἰς σὲ μὲ ὕδωρ ἔφυγε διψῶντας, καὶ τοὺς παρανόμους ὅπου σ’ ἔκρυψαν εἰς τὲς σκηνές των ἐν νυκτὶ σὺ τοὺς ἐπρόδωσες πρὶν τὴν αὐγή. Τὸν ἐχθρό σου ὅπου σοῦ ἔδειξεν ἔλεος σὺ τὸν ἐπαγίδευσες μὲ ἐνέδρα, καὶ τὸν φίλον ὅπου ἐβαδίσατε ὁμάδιν σὺ τὸν ἐπώλησες διὰ ἀντίτιμον, καὶ εἰς ὅσους σοῦ προσέφεραν Ἀγάπη σὺ ἀντιγύριζες πάντα Λαγνεία».
 

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐποίησεν ἀπόκρισι καὶ εἶπεν, «Ὡσαύτως ἔπραξα».

Καὶ ὁ Θεὸς ἔκλεισε τὴν Βίβλον τῆς Ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου, καὶ εἶπεν, «Μετὰ βεβαιότητος θὰ σὲ στείλω εἰς τὴν Κόλασι. Τῷ ὄντι εἰς τὴν Κόλασι θὰ σὲ στείλω».

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐφώναξε, «Δὲν ἠμπορεῖς».

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Διατί δὲν ἠμπορῶ νὰ σὲ στείλω εἰς τὴν Κόλασι, καὶ ποῖος ὁ λόγος;»

«Ὅτι εἰς τὴν Κόλασιν ἀείποτες ἐζοῦσα», ἀπεκρίθη ὁ Ἄνθρωπος.

Καὶ ἐγίνη σιγὴ εἰς τὸν Οἶκον τῆς Κρίσεως.

Καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα κενὸν ὁ Θεὸς ὡμίλησεν, καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Ἐφ’ ὅσον δὲν ἠμπορῶ νὰ σὲ στείλω εἰς τὴν Κόλασι, μετὰ βεβαιότητος θὰ σὲ στείλω εἰς τὸν Παράδεισο. Τῷ ὄντι εἰς τὸν Παράδεισο θὰ σὲ στείλω».

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐφώναξε, «Δὲν ἠμπορεῖς».

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Διατί δὲν ἠμπορῶ νὰ σὲ στείλω εἰς τὸν Παράδεισο, καὶ ποῖος ὁ λόγος;»

«Ὅτι οὐδέποτε, καὶ ἐν οὐδενὶ τόπῳ, ἤμουν ἱκανὸς νὰ τὸν φανταστῶ», ἀπεκρίθη ὁ Ἄνθρωπος.

Καὶ ἐγίνη σιγὴ εἰς τὸν Οἶκον τῆς Κρίσεως.


Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Εἰς τὴν ἀσπιλουργὸν

Εἰς τὴν ἀσπιλουργὸν

σοθ’

Γοργὴ μετράω τὴν βροχή, τὴ γῆ ὡς καταξεπλένει,
γοργότερον τ’ ἀγέρι λέω, τὰ σύγνεφα ὡς σαρώνει,
γοργότατον τ’ Ἄστρον θωρῶ, τὰ μαῦρα ὡς σκορπολύει,
ἀμὴ ἐσύ, Ταπείνωσι, πάντων ἡ γοργοτέρα.
Τρῦπα εἰς τὸ μάταιον ἂν βρῇς, ῥωγμὴν εἰς τὴν περφάνεια,
σπίλους καὶ στίγματα ῥουφᾷς, κηλῖδες τὲς παστρεύεις,
καὶ τὴν ψυχὴ λευκοφορεῖς, τὸν νοῦ καθαροντύνεις·
σύ, ἡ σοφὴ ἀσπιλουργός.


Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

MADONNA MIA












Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ


Κρινοκόριτσο, στὸν πόνο αὐτοῦ τοῦ κόσμου δὲν ταιριάζει,
καστανὰ μαλλιὰ μετάξι, ὣς ταὐτιὰ σφιχτοπλεγμένα,
μάτια πεθυμιᾶς μὲ δάκρυα λήθαργου μισοφραγμένα,
σ
ὰν τὸ πειὸ γαλάζιον ὕδωρ, πίσω ἀπὸ βροχὴ ὡς φαντάζει:

Μάγουλα χλωμὰ ποὺ ἀκόμη ἔρως δὲν τὰ κηλιδώνει,
χείλι κόκκινο ἀπτὸν φόβο τῆς ἀγάπης ῥουφηγμένο,
τόσο ἄσπρο λαιμὸ δὲν ἔχει περιστέρι τἀσημένιο,
ποὺ στἀχνὸ τὸ μάρμαρό του μαβιὰ φλέβα σκαρφαλώνει.

Καίτοι τὰ ἰδικά μου χείλη θὰ ἐξυμνοῦν την δίχως στάσι,
καὶ τὰ πόδια της ἀκόμη νὰ φιλήσω δὲν θὰ ἐτόλμουν,
τὰ φτερὰ τοῦ δέους βαστοῦν με στῆς σκιᾶς των τὴν ἁψῖδαν·

ὅπως καὶ τὸν Δάντη, ὅταν μὲ τὴν Βεατρίκη ἐστάθη
κάτω ἀπτοῦ φλεγομένου Ληονταριοῦ τὸ στέρνο, κιεἶδαν
τ
ῆς Χρυσῆς Σκάλας τὴν θέα καὶ τοῦ Κρύσταλλου τοῦ Ἑβδόμου
.


Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Εἰς τὴν ἁρπαγὴν τοῦ λουκάνικου

 Εἰς τὴν ἁρπαγὴν τοῦ λουκάνικου

σοη΄

Τσυρίζει τὸ λουκάνικον, ψένεται εἰς τὸ τηγάνι,
κι’ ὁ κάτης δίχως νὰ καῇ μὲ τέχνην ἥρπαξέν το.
Ὁρμᾷ ἡ κυρὰ μαγείρισσα καὶ μυριοκαταριέται,
μὰ ὡς γοργοκρύφτ’, ἡσκιοστοιχειόν, ἔδωκε τὸ χαλάλι.
«Ν’ ἁρπάχνῃς, κάτη, φύσις σου, ν’ ἀγρεύῃς μαστοριά σου,
κι’ ὅντες ποντίκια μοῦ φελᾷς κι’ ὅντες μεζὲ κακοῦργος;»
»Πανάθεμά σε!» γέλασεν…


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Εἰς τὸ σπασμένον ποτήρι

Εἰς τὸ σπασμένον ποτήρι

σοζ΄

Γυαλί, ποτήρι σ’ ἔκαμαν, νὰ πίνουσιν οἱ ἀνθρῶποι,
κι’ ἐγιόμιζά σε κι’ ἔπινα, γευόμην, ξεδιψοῦσα,
καὶ νῦν ἐστρώθης καταγῆς σκορπιοκομματιασμένο.
Τέτοιος ἔνι ὁ θάνατος, θαῤῥῶ κι’ ὁ μέγας ἔρως·
πρὶν εἶχες χρῆσι καὶ μορφή, μορφὴ καὶ χρῆσι οὐκ ἔχεις,
καὶ πάλι ἀστράφτεις γυάλινο, δίχως μορφὴν οὐσία.


Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

In the Gold Room - A Harmony

 












Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Τὰ φιλντισένια χέρια της σὲ πλῆκτρα φιλντισένια
σὲ φαντασία μεταβλητὴ γλιστροῦν καὶ ξεστρατίζουν,
ὅπως στὶς λεῦκες, τὰ δεντρά, λάμψις ἀσημένια
ὅταν τἀχνόχροα φύλλα των ἀργόσυρτα θροΐζουν,
ὅπως ἐπιπλέων ἀφρὸς εἰς πέλαο τρικυμίζον
δόντια ὡς δείχνουν τὰ κύματα σἀγέρια φουσκωμένα.

Πέφτουν χρυσᾶ της τὰ μαλλιὰ στὸν χρυσωμένο τοῖχο
ὅπως τἁβρὸ ἀραχνόπεπλο μπλέκεται ὑφασμένο
ἐπάνω εἰς τοῦ κατιφὲ τὸν στιλβωμένο δίσκο,
ὅπως τὸ ἡλιοτρόπιο στὸ ἡλιόφως πάει γερμένο
ὅταν κυανόμαυρης νυχτιᾶς τὸ σκότος πειὰ εἶνληγμένο,
καὶ σκέπῃ φωτοστέφανο τοῦ κρινακίου τὸν μίσχο.

Κιἡδύ, ἐρυθρὸ τἀχείλι της στἀχείλι μου σφιγμένο
καίγει ὡς ῥουμπινόχρωμη φωτιὰ ποὺ εἶνἀναμμένη
σὲ βαθυκόκκινου ἱεροῦ λυχνάρι κρεμασμένο,
ὡς τοῦ ῥοδιοῦ οἱ λαβωματιὲς ποὺ χυμός του βγαίνει,
ὅπως τοῦ λωτοῦ καρδιά, ὁγρὴ καὶ βουτηγμένη
στοῦ ῥοδοκόκκινου κρασιοῦ τὸ αἷμα τὸ χυμένο
.


Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

TÆDIUM VITÆ


 










Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Τὴν νηότη μου μἀπόγνωσης μαχαίρια νὰ καρφώνω,
τούτου τἀσήμαντου καιροῦ ζωηρὴ λιβρέα νὰ φορῶ,
ν’
ἀφήνω ἀπτὸ ταμεῖο μου νὰ κλέβῃ χέρι ποταπό,
μ
τὰ μαλλιὰ μιᾶς γυναικὸς ψυχή μου νὰ σἑνώνω,

κι’
ἁπλῶς νὰ κάμνω τὸν λακέ, τῆς Τύχης, ἱπποκόμο,
ὀμνύω πὼς δὲν τἀγαπῶ! Τοῦτα πειὸ κάτω θεωρῶ
κιἀπτὸν ἐπὶ τὴν θάλασσα κυματιστὸν ἀρηὸν ἀφρό,
κι’
ἀπτὸν τοῦ θέρους χνουδανθὸ στοῦ ἀγεριοῦ τὸν δρόμο

ποὺ εἶνἄσπορος: Καλύτερα ν μείνω ξένο σῶμα,
μακριὰπἀνόητους διαβολεῖς ποὺ μοῦ χλευάζουν τὴν ζωὴ
κιἂς μὴν μὲ ξεύρουν, προτιμῶ τ πειὸ ἀχαμνὸ τὸ δῶμα

πρεπὸ γιὰ τὸν πειὸ ἄθλιον χωριάτη νάχῃ στρῶμα,
παρὰ ξανὰ μὲς στὴν βραχνὴ σπηληὰ τῆς σύγκρουσης, ποὺ κεῖ
ψυχή μου ἁγνὴ πρωτάγγιξες τῆς ἁμαρτίας τὸ στόμα.



Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

TRISTITÆ


 










Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Αἴλινον, αἴλινον εἰπέ, τὸ δ’ εὖ νικάτω

Καλῶς γιὰ ἐκεῖνον ὅπου ζῆ ἀναπαυτικὰ
μὲ πλῆθος μάλαμμα ἐντὸς κτήσης τρανῆς,
μ
ήτε πιτσύλισμα προσέχει τῆς βροχῆς,
τὸ νὰ σωριάζωνται τοῦ δάσους τὰ δεντρά.

Καλῶς γιὰ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει ζυμωθῆ
μ
τὲς ὠδῖνες ἀπτῆς πείνας τὸν καιρό,
μ’
ἕναν πατέρἀπἔγνοια, δάκρυα, ψαρό,
μ
μιὰ μητέρα ποὺ ὅλο κλαίγει μοναχή.

Ὅμως καλῶς στὸν ποὺ τὸ πόδι του πατᾷ
μόχτου κιἀπάλης τὴν κοπιαστικὴν ὁδό,
μὰ μὲ τοῦ βιοῦ του τοὺς καημοὺς γιὰ ὑλικὸ
σκάλες σηκώνει νάρθῃ στὸν θεὸ σιμά
.

VITA NUOVA


 










Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Ἐστάθην μπρὸς στῆς θάλασσας τὸ ἄπιωτο κρασὶ
ὥσπου μαλλιὰ καὶ πρόσωπον τὁγρὸ κῦμα μουσκεύει·
οἱ κόκκινες μακρὲς φωτιὲς τῆς μέρας ποὺ τελεύει
κα
ῖγαν στὴν δύσι· τἄνεμου αὐλὸς μουντὰ νἀχῇ·

κιοἱ φασαριόζοι γλάροι στὴν στερηὰ εἶχαν χαθῆ:
«
Ἀλίκραυγάζω, « βίος μου στὸν πόνο ἔχει πλεύσει,
καὶ ποιὸς στάρι χρυσὸ καρπὸ δύνεται νὰ συλλέξῃ
πὸ αὐτοὺς τοὺς ἄχρηστους ἀγροὺς ποὺ ὠδίνουν ἐς ἀεί

Χαῖναν πλατιὰ τὰ δίχτυα μου, τρῦπες, ψεγάδια πλήθια,
ὡστόσο τὰ ἐπέταξα ὡς τὴν στερνὴ ῥιξιά μου
ἐντὸς θαλάσσης, κιἔπειτα τὸ τέλος καρτερῶ.

Ὅταν
ἰδού! Μιὰ αἰφνίδια λαμπρότης! Κι’ εἶδ’ ἀλήθεια
μέσ’ ἀπὸ τὰ μαυρόνερα, βάσαν’ ἀλλοτινά μου,
λευκῶν μελῶν ν’ ἀνέρχεται τὸ θάμπος τ’ ἀργυρό!



Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

AVE MARIA GRATIA PLENA


 










Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Ὥστε ἔλευσί Του αὐτή! Νὰ ἰδῶ ἤλπιζα πάλι
σκηνὴ δόξης θεσπέσιας, ὡς ἔχουν διηγηθῆ
γιὰ κάποιονε τρανὸ Θεὸ ποὺ ὡσὰν χρυσῆ βροχὴ
διέῤῥηξε σιδεριὲς βαρειὲς κιἔλουσε τὴν Δανάη:

ἕνα θέαμα φριχτὸν ὡς ὅταν Σεμέλη,
ἀπὸ ἀγάπην ἄῤῥωστη κιἄσβεστη πεθυμιά,
εὐχήθη τὸν Θεὸ νὰ ἰδῇ καθάριον, κι φωτιὰ
ξετέλεψέ τη ἁρπάζοντας τὰ καστανά της μέλη:

Μὄνειρα τέτοια χαρωπὰ τὸν ἅγιο ἔψαξα τόπο,
καὶ νῦν μὲ μάτια καὶ καρδιὰ γιομᾶτα θᾶμμα στέκω
μὲ τῆς Ἀγάπης τὸ ὕψιστο μυστήριο ἀντικρυστά:

Κάποιο κοράσι ἐν γόνασι χλωμὸ μὲ δίχως πόθο,
κιἄγγελον εἰς τὸ χέρι του κρίνο νὰ φέρῃ βλέπω,
κιἀπάνωθέ των ζάλευκα Περιστεριοῦ φτερά
.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Τὸ στρώσιμον τοῦ πλακόστρωτου

Τὸ στρώσιμον τοῦ πλακόστρωτου

σο
Ϛ΄

Γεῖς τόπος ἦτο τῆς αὐλῆς, ἀποθηκοῦλα ὀπίσω,
σιδεροστῦλοι τρόγυρα, κισσὸς ἀπανωσκέπη,
δάπεδο κάτω παληακό, τσιμέντο ῥαγισμένο.
Τὸ ἤφερεν, τὸ ξέτασεν, πολλὰ καλοστοχάστη,
ἂν μπόρειε το πέτρα νὰ μπῇ, λίθους ἀτὸς ν’ ἁπλώσῃ,
κι’ ἔλαβε τὴν ἀπόφασι κι’ εἰς τὸν σκοπὸν ἐστρώθη.
Μαστόρων ἔργα ἐμέτρησε κι’ εἶδ’ ὀπτικὰ μαέστρων,
τὴν πέτρα πῶς ἀργάζονται, πέτρες πῶς συνταιριάζουν,
τὸ πῶς γιομίζουν τοὺς ἁρμούς, πῶς δένουν κι’ ἀλφαδιάζουν.
Σειριὰ τσιμέντα ἐστοίβαξε κι’ ἄμμους χοντρὲς ψηλώνει,
καὶ πλάκες καβαλιώτικες χαμαὶ τὲς ἀραδιάζει.
Ἐβούρτσιζε κι’ ἐξέβγαζε, καθάριες νὰ κολλήσουν,
στὴν σκάφην ἀνακάτωνε κι’ ἔῤῥιχνε τὸ χαρμάνι,
ἔπιανε κι’ ἄφηνε μυστρὶ κι’ ἀνάμεσο τ’ ἀλφάδι,
πλάκα τὴν πλάκα ἐπάταγε, μωσαϊκὸ νὰ γένῃ.
Κι’ ὅντες ἡ στρῶσι ἐτέλεψε βαστάει τὸν χρωστῆρα,
ξασπρίζει γύρω τοὺς ἁρμούς, τοὺς λίθους βερνικώνει,
στράφτουν τοῦ βράχου τὰ νερὰ ποὺ τὸ λευκὸ τὰ ζώνει.
Κι’ ὅσον τὰ χέρια ἐδούλευαν μονολογοῦσ’ ὁ νοῦς του:
«Ἐδῶ οὖζον νὰ γεύωμαι καὶ οἶνον νὰ κερνάω·
πότε μ’ ἀνθρώπους νὰ ὁμιλῶ κι’ ἀκέρηα ν’ ἀθθιβάλλω,
πότε μὲ τ’ ἄστρη νὰ γελῶ, τοῦ ἡλιοῦ πόνους νὰ λέγω,
πότε γενηὲς ν’ ἀνιστορῶ, νεκροὺς νὰ μνημονεύω,
σάμπως περνοῦσαν οἱ παληοί, ἁπλοῖ καὶ μερακλῆδες,
κι’ ἀλάργ’ ἀπ’ τὴν κυρίλα των, πέρ’ ἀπ’ τὰ κοσμικά των».

 

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

«Ἀργανθωνίου μακροβιώτερος»

«Ἀργανθωνίου μακροβιώτερος»

σοε
΄

Χαρά σου, Ἀργανθώνιε, τῆς Ταρτησσός αὐθέντη!
Ὀγδόντα χρόνους ῥήγευες, κατὸν εἴκοσι εὑρέθης,
κι’ ἐβόηθησες τοὺς Φωκηανοὺς καὶ καστροετείχισάς τους.
Ὅλοι ζητοῦν τὰ ἔτη σου, ῥεμβάζουν τὰ φλωριά σου,
δέω τὴν ἀγήτρα σου ἀρετή, νείρομαι τὴν καρδιά σου.

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024

Ποῦμα

Ποῦμα

σοδ
΄

Τὸ κᾶμμα κάμει κύματα κι’ ἡ ἄσφαλτος πυρώνει,
κι’ ὅπου τοῦ χόρτου οἱ θάλασσες ἀφρίζουν στ’ ἀκροδρόμι,
γεῖς πύθων ἐσφιχτόζωσε νὰ πνίξῃ τὸ ἐλαφάκι.
Κραυγὴ γροικιέτ’ ὅμοια βροντή, βραχνὸ στοιχειοῦ λαρύγγι·
μολάει ὁ πύθων τὴν λαβή, στὰ χόρτα γοργοχάθη,
τὸ λάφι ἀσκώθη κι’ ἤτρεμε κι’ εἰς τὸ φευγιὸ ἀμπηδάει.
Τὸ ποῦμα κοντοζύγωνε, τοῦ ὄρους τὸ λεοντάρι·
μήτε εἰς τὸν πύθωνα χυμᾷ μήτε κι’ εἰς τὸ λαφάκι,
μὸν δρόμο ὑπάγει, ἀργοπατεῖ, καὶ βασιλοβαδίζει.
Κι’ ὅλον βρουχιέται ἀπόκοσμα καὶ τρομοκαταλύει·
κι’ ἒν ἡ λαλιά του ῥώμη του κι’ ἡ ἀγριωσύνη βιά του,
ἄστρη ὁποὺ καίγουν φονικὸν ἡ κίτρινη ματιά του.


Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

Ἰαγουάρος

Ἰαγουάρος

σογ
΄

Σὰν κατραμένιο κάτεργο μαυρόπαννο
ποὺ ὕπουλ’ ἀρμενίζει στ’ ἀκροπέλαγα,
κι’ ἔχει στὸ νοῦ τὸ κοῦρσος καὶ τὸ φονικό,
γλιστρᾷ ὁ καϊμάνης ὁ κροκόδειλος·
τρόμος, ὅπου τὸν ποταμὸν ἀργόσχιζε.
Στὴν ἀκροχθιά, τὴν ἁψηλὴ κι’ ἀπόκρημνη,
θάνατος ἐκαθότουν, πέρ’ ἀγνάντευε,
κι’ ἐβίγλιζε τὰ ἡλιόφωτα θολόνερα.
Θωρεῖ τὸν καϊμάνην νὰ κατωπερνᾷ
κι’ ὀρθὸς ἀσκώθη, σκύβει στὸ κρημνόχειλον·
στὰ ὀμμάτια του στεῤῥὴ στράφτ’ ἡ ἀπόφασις,
ὁ φόνος λάμπει καὶ τ’ ἀγρέως τὸ ζύγιασμα…
Ἰδού, πηδᾷ! Ἰδού, σαλτάρει ὁ θάνατος!
Βουτάει χρυσοῦς καὶ μελανοκυκλόστικτος.
Ἰδού, βαρειὰ σαγίττα κρούγει ὁ θάνατος!
Ἀφρίζουν τὰ νερὰ κι’ ὁλοτινάζονται,
μέλη ἀναδυόνται καὶ ξαναβυθίζονται,
θεριῶν ἡ ἀπάλη, δυὸ στιγμὲς κι’ ἐτέλεψεν.
Τί θαῦμα νὰ θωρῇς το, νὰ τὸ διαμετρᾷς!
Στραγγίζ’ ὁ ἰαγουάρος ἀπ’ τὰ ὕδατα,
κι’ ἄγρα τὸν θηρευτὴ βαστᾷ στὸ στόμα του.
Χτυπιέται καὶ στριφογυρνᾷ ὁ κροκόδειλος,
μά ’χει τὰ δόντι’ ἀτσάλι, βράχο τὸν λαιμό,
μά ’χει πόδια τανάλιες στὸν ἀνήφορο,
στὴν ζοῦγκλα εἰσέβη, στὴν σκοτείνια χάνεται.
Τοῦ Ἀμαζονίου ῥῆγα, πρωτοθηρευτή,
δός μοι τὲς μπόρεσές σου, δός μοι δύναμι,
φῦσα πνεῦμ’ ἀφοβιᾶς, βρυχήσου ἀπόφασι,
τὸ σερπετὸ τὸ μαῦρο, τὸ φολιδωτό,
τὸ πλέει μὲς στῆς ψυχῆς μου τὰ θολόνερα,
αἰὲν νὰ τὸ φονεύω δίχως δισταγμό·
κι’ ὅσο καὶ νὰ χτυπιέται καὶ νὰ σπαρταρᾷ
μὲ δόντι’ ἀτσάλι νά ’χω το ἀκατέλυτα.


https://youtu.be/hXpOoC2GBvc?si=_adJRlI9BIy4HHnw



Πέμπτη 9 Μαΐου 2024

To Greece


 

















Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Οἱ υἱοὶ σεῖς τῆς Ἑλλάδος! Οἱ σ’ εὐθεῖα γραμμὴ δεμένοι
μὲ τῶν Ἀθηνῶν τὴν αἴγλη, καὶ τῆς Σπάρτης τὴν περφάνεια·
κληρονόμοι τοῦ σπινθῆρος ποὺ ἐπυρπόλησε τὸν κόσμο
μὲ νηᾶς Λευτεριᾶς τὲς πρῶτες ἀφυπνιστικὲς ἀχτῖδες·
τέκνα τῆς Ἑλλάδος, ὅπου ἀπ’ τὴν ἀθάνατη καρδιά σας
ἀναβλύσαν ὅσα ἔχουμ’ ἀπὸ τέχνη καὶ σοφία:
Σεῖς, δίχως ντροπή, μπορεῖτε νὰ βαστᾶτ’ ἐπὶ τοῦ θρόνου
ἕναν δέσμιο εἰς παραδόσεις καὶ θεοὺς ὄχι δικά σας;
Οὐρανοί! Τάχα ὁ Πηλείδης, ὁ ἀσύφταστος στὴν μάχη,
τὴν ψυχρὴ-τρελὴ ἐξουσία τῶν Θὼρ κι’ Ὄντιν θὰ ἐπροσκύνα;
Θὰ ἔῤῥιπτεν ὁ Ἀγαμέμνων τὴν στραφταλιστή του ἀσπίδα,
κι’ ἄπραγος θὲ νὰ λυγοῦσεν εἰς τὸν βάρβαρο Γουλιέλμο;
Εἶν’ ντροπή σου, Κωνσταντῖνε! Ἄλλο πλειὸ μὴ βασιλεύῃς,
σὺ ὁ δεύτερος Ἱππίας τῶν χωμάτων τῆς Ἀτθίδος!
Σηκωθῆτε ἀπ’ τὰ μνημούρια, σεῖς νεκροὶ τοῦ Μαραθῶνος!
Ἥσκιοι σεῖς τῆς Σαλαμῖνος, τὸ πλατὺ πέλαο πλουμίστε
!
Μάρτυρες τῶν ἐλευθέρων πολιορκημένων, βγῆτε,
σεῖς ποὺ ἡ ἱερή σας μνήμη ἀγρυπνᾷ στὲς θερμοπύλες!
Τὴν γενέτειρα Ἑλλάδα μὲ ἀρχαίαν ἀντρειὰ διδάξτε
νὰ περιφρονῇ τὸν Γότθο, ν’ ἀρνηθῇ κιοτῆ εἰρήνη!
Ὡς τὰ χέρια σας στὰ τότε, ἀκατάβλητα καὶ δίκηα,
πλῆξαν τὸν τύραγνο Ξέρξη κι’ ἔφαγε μπρούμυτα χῶμα·
ξεδοντιάσαν τὸν δυνάστη, διαφυλάξαν τοὺς γενναίους·
ἅρπαξαν τὴν νήπια Εὐρώπη ἀπὸ Πέρσικο κιβούρι·
ἔτσι καὶ στὰ τώρ’ ἀνάντιοι τοῦ δεσπότη νὰ σταθῆτε,
καὶ τῆς γῆς σας ξεσηκῶστε παληὰ κλέη ποὺ κοιμοῦνται.
Εἶν’ ἀνάγκη μὲς στ’ αὐτιά σας γλῶσσα νὰ ἐπαναλάβῃ
τὴν προκλητικὴ φοβέρα τῆς Βανδαλικῆς κατάρας;
Πρέπει βάρδος ἢ προφήτης λύρα πένθιμη νὰ κρούσῃ,
ἢ Δελφῶν γρῖφοι νὰ ὑψώσουν τὴν φωτιά σας ποὺ ἀχνοκαίει;
Διέστε ποὺ ἀπειλεῖ ὁ Τεύτων, ὄντας μὲς στὴν ἐνοχή του,
νόμους, τέχνες ποὺ ἦσαν κτίσμα τῶν ἀφτάστων Ἀθηνῶν σας·
νόμους, τέχνες ἰδικά σας, π’ ἅπλωσ’ ἡ Ῥωμαίου δεινότης
στὴν εὐγνώμονα Εὐρώπη ἴσαμε τὴν Βρεταννία·
καὶ μ’ ἰσχὺ τῆς Βρεταννίας πέρασαν τ’ ὠκεάνιο κῦμα
κεῖ ποὺ ἡ νεαρὴ Κολούμπια τὴν εὑρεῖα Δύσι ὁρίζει·
τὶς κτηνώδεις του κοόρτεις, διέστε, ἀμόλησεν ὁ Οὖννος
κατὰ τῆς ἐλευθερίας ἑνὸς Ἑλληνίου κόσμου!
Τὴν τρανὴ Ἰταλία θωρᾶτε πῶς τραβᾷ πάλι στὴν δόξα,
μέχρι στ’ ὄνομα Ῥωμαῖος οἱ μονάρχες νὰ ῥιγοῦνε·
καὶ τὴν φλογερὴ Γαλλία ποὺ εὐγενεῖς ἀξίες ὑψώνει,
κι’ εἰς τὰ ἔθνη τῶν γειτόνων δείχνει πῶς νὰ πολεμοῦνε·
καὶ μὲ πειότερη περφάνεια, μὲ δεσμοὺς ξανανιωμένους,
πῶς οἱ Σάξονες τ’ ἀδέρφια σκιάζουν τοῦ εἰσβολέα τὸ τσοῦρμο!
Ὅλους τούτους νὰ θωρᾶτε –  εἶν’ τοῦ νοῦ σας οἱ ἀπογόνοι –
ἡ Ἑλλάς, πηγὴ τῶν πάντων, πίσω θ’ ἀπομείνῃ μόνη;
Σεῖς οἱ Ἕλληνες μὴν πῆτε πὼς χαθῆκαν οἱ ἀντρειωμένοι
ποὺ τὰ κατακτητικά σας στίφη ἄλλοτ’ ὡδηγοῦσαν·
οἱ πεδιάδες σας μὴν πῆτε ἀπὸ ἥρωες πὼς στερέψαν,
μὴ θρηνῆτ’ ὅτι ὁ Κλεισθένης διάδοχο δὲν ἔχει ἀφήσει·
λέγει ψέμματα ἡ γλῶσσα ποὺ καταλαλιὲς σκορπίζει
τέτοιες στὸ Ἑλλήνιο χῶμα, ἐνῷ ζῇ ὁ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ!
Μ’ ἀρχηγὸ τέτοιον θὰ μπόρειε ἡ πατρίδα σας νὰ ζήσῃ
τὴν ἐλευθεριὰ καὶ φήμη τῶν καιρῶν τῶν περασμένων·
Πάλ’ οἱ τύραγνοι θὰ ἐσμεῖγαν ἄξια πλερωμὴ τῆς μοίρας,
κι’ ἡ Ἑλλήνια ἐλευθερία κράτος θὰ εὐλογοῦσ’ Ἑλλήνιο:
Ἕνας Περικλῆς τῆς Κρήτης τὸ δοιάκι θὰ βαστοῦσε,
κι’ ὡς παληὰ ἡ Ἑλλὰς νὰ πλεύσῃ πρὸς τὴν δόξα θὰ μποροῦσε!
Ὄλυμπε νεφοζωσμένε! Εἴθ’ ἡ θεία σου κουστωδία
ὡς παληὰ νὰ κυβερνήσῃ, τ’ ἄλση νὰ στοιχειώσῃ πάλι·
εἴθ’ ὁ Ζεὺς νὰ κεραυνώσῃ τὸ πολεμικὸ τοπίο
ποὺ ποδοπατεῖ ὁ Ὄντιν πάν’ στὸ δύστυχο χορτάρι·
εἴθ’ ἡ πάνοπλη Παλλάδα νὰ ὑψωθῇ μὲ τὴν αἰγίδα
ἀπὸ τοῦ καταπατοῦντος Θὼρ τὴν φάλαγγαν ἀπάνω,
ἐνῷ ἡ τρίαινα τ’ ἀγρίου Ποσειδῶνος, ἡ πρὸς μάχην,
τὸ φριχτὸ ἑρπετὸ νὰ πλήξῃ στὴν ὠκεάνια φωληά του!
Ὤ θεοί! Ἥρωες! Ἄνδρες τῆς Ἑλλάδος! Μπρὸς νὰ βγῆτε
κι’ εἰς τὴν ἕρπουσα τὴν Ὕδρα τοῦ Βοῤῥᾶ ν’ ἀντισταθῆτε:
Ἡ ἰσχὺς τῆς Ἀχαΐας στοὺς αἰῶνες πάντ’ ἀντέχει –
Ὅλα ἰδικά σας εἶναι, παρελθόν, αἷμα, ἡγέτης!


Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

In the Train

 











Ποίημα
τοῦ Τζαίημς Τόμσον (Μπύς Βανόλις)

Καθὼς ὁρμᾶμε, μὲς στὸ τραῖνο μὲ σβελτάδα,
δέντρη καὶ σπίτια πᾶνε ἀνάντια μας γυρνῶντας,
μ
οὐράνια ἀστρόσπαρτα ποὺ σκέπουν τὴν ἁπλάδα
πάνω στὲς ῥᾶγες μας φτάνουν πετῶντας.

Ὅλα τὰ ἔμμορφἄστρη στοὐρανοῦ τὸ βράδυ,
το
Νύχτιου δάσους τἀσημένια περιστέρια,
π
άνω ἀπτὴν γκρίζα γῆ σμάρια πετοῦν ὁμάδι,
τὸ πέταγμά μας συνοδεύουν ταίρια.

Παντοτινὰ μὲ δίχως φόβον θὰ ὁρμᾶμε·
ἂς εἶνἀλάργα σκοπός, πτῆσι γοργή!
Ὅτι, ἀκριβή, τὰ Οὐράνια ἀντάμα κουβαλᾶμε,
ἐνῷ γλιστρᾷ κάτω ἀπτὰ πόδια μας Γῆ!