Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ
Τὰ φιλντισένια χέρια της σὲ πλῆκτρα φιλντισένια
σὲ φαντασία μεταβλητὴ γλιστροῦν καὶ ξεστρατίζουν,
ὅπως στὶς λεῦκες, τὰ δεντρά, ἡ λάμψις ἡ ἀσημένια
ὅταν τ’ ἀχνόχροα φύλλα των ἀργόσυρτα θροΐζουν,
ἢ ὅπως ὁ ἐπιπλέων ἀφρὸς εἰς πέλαο τρικυμίζον
δόντια ὡς δείχνουν τὰ κύματα σ’ ἀγέρια φουσκωμένα.
Πέφτουν χρυσᾶ της τὰ μαλλιὰ στὸν χρυσωμένο τοῖχο
ὅπως τ’ ἁβρὸ ἀραχνόπεπλο μπλέκεται ὑφασμένο
ἐπάνω εἰς τοῦ κατιφὲ τὸν στιλβωμένο δίσκο,
ἢ ὅπως τὸ ἡλιοτρόπιο στὸ ἡλιόφως πάει γερμένο
ὅταν κυανόμαυρης νυχτιᾶς τὸ σκότος πειὰ εἶν’ ληγμένο,
καὶ σκέπῃ φωτοστέφανο τοῦ κρινακίου τὸν μίσχο.
Κι’ ἡδύ, ἐρυθρὸ τ’ ἀχείλι της στ’ ἀχείλι μου σφιγμένο
καίγει ὡς ἡ ῥουμπινόχρωμη φωτιὰ ποὺ εἶν’ ἀναμμένη
σὲ βαθυκόκκινου ἱεροῦ λυχνάρι κρεμασμένο,
ἢ ὡς τοῦ ῥοδιοῦ οἱ λαβωματιὲς ποὺ ὁ χυμός του βγαίνει,
ἢ ὅπως τοῦ λωτοῦ ἡ καρδιά, ὁγρὴ καὶ βουτηγμένη
στοῦ ῥοδοκόκκινου κρασιοῦ τὸ αἷμα τὸ χυμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου