Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Τὸ στρώσιμον τοῦ πλακόστρωτου

Τὸ στρώσιμον τοῦ πλακόστρωτου

σο
Ϛ΄

Γεῖς τόπος ἦτο τῆς αὐλῆς, ἀποθηκοῦλα ὀπίσω,
σιδεροστῦλοι τρόγυρα, κισσὸς ἀπανωσκέπη,
δάπεδο κάτω παληακό, τσιμέντο ῥαγισμένο.
Τὸ ἤφερεν, τὸ ξέτασεν, πολλὰ καλοστοχάστη,
ἂν μπόρειε το πέτρα νὰ μπῇ, λίθους ἀτὸς ν’ ἁπλώσῃ,
κι’ ἔλαβε τὴν ἀπόφασι κι’ εἰς τὸν σκοπὸν ἐστρώθη.
Μαστόρων ἔργα ἐμέτρησε κι’ εἶδ’ ὀπτικὰ μαέστρων,
τὴν πέτρα πῶς ἀργάζονται, πέτρες πῶς συνταιριάζουν,
τὸ πῶς γιομίζουν τοὺς ἁρμούς, πῶς δένουν κι’ ἀλφαδιάζουν.
Σειριὰ τσιμέντα ἐστοίβαξε κι’ ἄμμους χοντρὲς ψηλώνει,
καὶ πλάκες καβαλιώτικες χαμαὶ τὲς ἀραδιάζει.
Ἐβούρτσιζε κι’ ἐξέβγαζε, καθάριες νὰ κολλήσουν,
στὴν σκάφην ἀνακάτωνε κι’ ἔῤῥιχνε τὸ χαρμάνι,
ἔπιανε κι’ ἄφηνε μυστρὶ κι’ ἀνάμεσο τ’ ἀλφάδι,
πλάκα τὴν πλάκα ἐπάταγε, μωσαϊκὸ νὰ γένῃ.
Κι’ ὅντες ἡ στρῶσι ἐτέλεψε βαστάει τὸν χρωστῆρα,
ξασπρίζει γύρω τοὺς ἁρμούς, τοὺς λίθους βερνικώνει,
στράφτουν τοῦ βράχου τὰ νερὰ ποὺ τὸ λευκὸ τὰ ζώνει.
Κι’ ὅσον τὰ χέρια ἐδούλευαν μονολογοῦσ’ ὁ νοῦς του:
«Ἐδῶ οὖζον νὰ γεύωμαι καὶ οἶνον νὰ κερνάω·
πότε μ’ ἀνθρώπους νὰ ὁμιλῶ κι’ ἀκέρηα ν’ ἀθθιβάλλω,
πότε μὲ τ’ ἄστρη νὰ γελῶ, τοῦ ἡλιοῦ πόνους νὰ λέγω,
πότε γενηὲς ν’ ἀνιστορῶ, νεκροὺς νὰ μνημονεύω,
σάμπως περνοῦσαν οἱ παληοί, ἁπλοῖ καὶ μερακλῆδες,
κι’ ἀλάργ’ ἀπ’ τὴν κυρίλα των, πέρ’ ἀπ’ τὰ κοσμικά των».

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου