Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Παρακλητικὸν


Παρακλητικὸν

σλϚ΄

Τὴν Λήθη σφιχτοχέριασα, τὸν ἄστρεφτο λαιμό της,
κι’ ἀνήλεα τὸν αὐλάκωσε κι’ ἤπι’ αἷμα τὸ σπαθί μου,
κι’ ὡς ἐσωριάζετο ἄλαλη ἀγρίως ξερνᾷ ἡ ψυχή μου
βαθιὰ στ’ ἄφλογα μάτια της τὸν ἄρειο, ἁψὺ κρωγμό της.

Σπαρνῶντας ἐθηκάρωσα, βουνὸ ξεκρίνω πέρα,
στὴν κλωναρόπλεχτη νυχτιὰ βαδίζω τὴν φυγή μου·
νὰ βγῶ ἀπ’ τὰ ἐρέβη τῶν δεντρῶν τὸν δρόμον ὁδηγεῖ μου
ἀκρόκορφα ἕνα μέγαρο ποὺ λάμπει ὡς θέρους μέρα.

Ἡλιοκυρά μου ἀνέσπερη, ὦ Μνήμη,
ποὺ ἀπ’ τοῦ μεγάρου σου τοὺς προμαχῶνες
ἀνήσκιωτους γνωρίζεις τοὺς αἰῶνες,
δεῖξε τῆς λευτεριᾶς τὸ στενοῤῥύμι.

Μὰ κι’ ἂν τὴν Λήθη ἐφόνευσα πρῶτον καὶ μύριους φόνους,
κακὸ στοιχειὸ ἀνασταίνεται, χυμάει καὶ μὲ δαγκώνει,
στοὺς ἀβυσσαίους δρόγγους της μὲ σέρνει καὶ μὲ χώνει,
στραγγίζει κάθε θύμησι, πίνει ζωὲς καὶ χρόνους.

Γήτεψε τὸ σπαθί μου, μάϊσσα Μνήμη,
τὸν δαίμονα μιὰ κι’ ὄξω νὰ τελειώσω·
στοῦ Ἐγὼ τὴν πρώτη ἀνάβρα νὰ ζυγώσω,
νὰ θυμηθῶ, νὰ θυμηθῇ κι’ Ἐκείνη…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου