Τὸ τραγούδιν τοῦ ληστευμένου
ρλα΄
Χρυσῆ αὐγὴ
ἐχάραξε, καλοκαιριοῦ ἡμέρα,
κι’ ὁ γεωργὸς
ἐκίνησε τὸ κτῆμα
του νὰ ὁρίσῃ,
νὰ
ὀργώσῃ ἀγροὺς
ἀνόργωτους κι’ ἄλλους ἀγροὺς
ν’ ἀρδέψῃ,
κι’ ἄλλους νὰ
σπείρῃ νηὰ σποριὰ
κι’ ἄλλους χεριὰ νὰ κόψῃ.
Τὸ
καμιονάκι
του ὁδηγεῖ, τὸ
καμιονάκι πάει,
τὸ
καμιονάκι του ἔφτασε στὸ
ὑποστατικό του,
ἀμὴ δὲν
τὸ ἐγνώρισε κι’ ἀνέγνωρον
ὁμοιάζει.
Κρεμιοῦνται
τὰ παράθυρα, τὰ σιδεροντυμένα,
ἐκόπ’ ἡ
ἀτσαλοκλειδαριὰ κι’ ἡ
πόρτα του σωριάστη,
κι’ ὁ φράχτης,
πού ’φραζεν ὀρθός, τώρα στὴ
γῆς ξαπλώνει.
Τρέχει
ἀπ’ ἐδῶ, φέρνει ἀπ’
ἐκεῖ, γυρεύει, μελετάει,
τὰ
ἔκλεψαν λογάριαζε, τὰ λείπεται μετράει,
μὲ
τὸ «ἄχ» καὶ
μὲ τὸ «μοῦ»
καλεῖ κι’ ὅλον τὰ
μαρτυράει.
Πᾶνε
τὰ ἐργαλεῖα
του, τὰ ἑξῆντα τ’ ἄλογά
του,
τὰ
ἐφόδια του, τὰ σπόρια του, τὸ
χαλκωματικό
του.
Κι’ οἱ
ξένοι ὁπού ’χε μισταρκοὺς κι’ ἦσαν
στὴ δούλεψί του,
ὁποὺ τοὺς
καλοτάγιζε καὶ καλοπλήρωνέ τους,
πού
’χε κατώφλι νὰ περνοῦν,
κλινάρια νὰ κοιμοῦνται,
κι’ ὡς ψυχογυιοὺς
καμάρωνε κι’ ὡς φίλους τοὺς
ἐτίμα,
ἄφαντοι ἐγινήκασιν,
ὡς ἄφαντο τὸ
βιός του.
Ζαλίστη
κι’ ἀντραλίζεται,
λιγοθυμᾷ νὰ πέσῃ,
ἀμ’ ἔλαχε
κι’ ἐκάθισε σὲ μιὰ
παληοκασσόνα.
Ἄνοιξε τὸ
σακούλιν του καὶ βγάζει ἀπ’
τὸν καπνό του,
πιάνει
καὶ στρίβει τὸ χαρτὶ
κι’ ἐτρέμαν του τὰ χέρια,
καὶ
τὸ τσιγάρον ἄναψε καὶ
τὸ τσιγάρον καίγει,
καὶ
τὸ τσιγάρο ἐῤῥούφηξε, νὰ
φτάσῃ στὴν ψυχή του,
νὰ
πνίξῃ τὴν ἀχαριστιὰ
καὶ νὰ τὴν ξεφυσήξῃ.
Κι’ ἀπείτις ὥρα
ἐκάπνιζε κι’ ὥρα ἔσκυβε
στὸ χῶμα,
τὸ
σάπιο ξύλο ἐλύγισε κι’ ἔσπασεν
ἡ κασσόνα,
κι’ ὅπως εὑρέθη
ἀνάσκελα κατὰ τὸν ἥλιο
στράφη,
κι’ εἶδε
τὸ φῶς του τὸ
χρυσό, λίγον παρηγορήθη
καὶ
λίγον χαμογέλασε…