Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Τὸ τραγούδιν τοῦ ληστευμένου


Τὸ τραγούδιν το ληστευμένου

ρλα΄

Χρυσ αγ χάραξε, καλοκαιριο μέρα,
κι γεωργς κίνησε τ κτμα του ν ρίσ,
νὰ ργώσ γρος νόργωτους κι’ λλους γρος ν’ ρδέψ,
κιλλους ν σπείρ νη σπορι κι’ λλους χερι ν κόψ.
Τὸ καμιονάκι του ὁδηγε, τ καμιονάκι πάει,
τὸ καμιονάκι του φτασε στ ποστατικό του,
μ δν τ γνώρισε κι’ νέγνωρον μοιάζει.
Κρεμιοῦνται τ παράθυρα, τ σιδεροντυμένα,
κόπ’ τσαλοκλειδαρι κι’ πόρτα του σωριάστη,
κι φράχτης, πού ’φραζεν ρθός, τώρα στὴ γς ξαπλώνει.
Τρέχει ἀπ’ δ, φέρνει π’ κε, γυρεύει, μελετάει,
τὰ κλεψαν λογάριαζε, τ λείπεται μετράει,
μὲ τ «χ» κα μ τ «μο» καλε κι’ λον τ μαρτυράει.
Πᾶνε τ ργαλεα του, τ ξντα τ’ λογά του,
τὰ φόδια του, τ σπόρια του, τ χαλκωματικό του.
Κι’ οἱ ξένοι πού ’χε μισταρκος κι’ σαν στ δούλεψί του,
πο τος καλοτάγιζε κα καλοπλήρωνέ τους,
πού ’χε κατώφλι νὰ περνον, κλινάρια ν κοιμονται,
κις ψυχογυιος καμάρωνε κι’ ς φίλους τος τίμα,
φαντοι γινήκασιν, ς φαντο τ βιός του.
Ζαλίστη κιντραλίζεται, λιγοθυμ ν πέσ,
μ’ λαχε κι’ κάθισε σ μι παληοκασσόνα.
νοιξε τ σακούλιν του κα βγάζει π’ τν καπνό του,
πιάνει καὶ στρίβει τ χαρτ κι’ τρέμαν του τ χέρια,
καὶ τ τσιγάρον ναψε κα τ τσιγάρον καίγει,
καὶ τ τσιγάρο ἐῤῥούφηξε, νὰ φτάσ στν ψυχή του,
νὰ πνίξ τν χαριστι κα ν τν ξεφυσήξ.
Κιπείτις ρα κάπνιζε κι’ ρα σκυβε στ χμα,
τὸ σάπιο ξύλο λύγισε κι’ σπασεν κασσόνα,
κιπως ερέθη νάσκελα κατ τν λιο στράφη,
κι’ εἶδε τ φς του τ χρυσό, λίγον παρηγορήθη
καὶ λίγον χαμογέλασε