Γιὰ
σπολλάτη
ρλ΄
Βασίλη
πού ’σουν φύλακας κι’ ἐτήραγες
τὶς ῥάγες,
καὶ
χάνοσουν πὰν στὰ
βουνά, κάτω ἀπ’ τὰ
κατρακύλια,
νὰ
ἰδῇς πέτρες κι’ ἂν
γκρέμισαν καὶ βράχοι κι’ ἂν
κυλῆσαν,
κι’ ὧρες ἐγύρνας
στ’ ἄγρια, δίχως νὰ εἰπῇς
ἀνθρώπου,
κι’ οὔτε
ποὺ βρέθης ἀχαμνός, φάνης λιθοστερέμνιος,
κι’ ἐβίγλιζες
γιὰ τὸ κακὸ
καὶ τὴν κακιὰ
τὴν Ὥρα.
Καὶ
γιὰ σπολλάτη ἐλάβαινες ἀπ’
τὴν καλὴ τὴν Ὥρα
κι’ ἤφερνες
μὲς στὸ μαγερειό, στῆς
μάννας σου τὰ χέρια,
λαγοὺς
φαρδιοὺς τετράπαχους, λαγοὺς τραινοκομμένους,
στυφάδα πεντανόστιμα, νὰ
τρῷς τὰ δάχτυλά σου!