Ὁ Διγενὴς καὶ ὁ Μανδαῖος
σθ΄
Μανδαῖος
τὶς προσεύχετον εἰς ποταμιοῦ τὴν ὄχθη
κι’
εἶδε περνᾷ ὁ Διγενὴς καὶ καλημέρισέ τον.
«Σὰν
ποῦ ὑπάγεις, Διγενή, μέσα στοὺς Σαρακήνους;»
«Ὑπάγω
εἰς τοῦ ἀμηρᾶ νὰ εἰποῦμε γιὰ τ’ ἀλλάγιον,
οἱ
σκλάβοι νὰ λευτερωθοῦν, τέκνα νὰ ἰδοῦν γονέους,
γερόντοι
κόρες καὶ ὑγιοὺς κι’ ἀντρόγυνα νὰ σμείξουν.
Μολόγησον,
Μανδαῖε μου, τὸν ἀμηρᾶν ἠξεύρεις,
νὰ
τόνε πάρω μὲ καλὸν ἢ νὰ τὸν φοβερίσω;»
«Ὡσὰν
τὴ νύχτα, Διγενή, ἔνι κι’ ἡ ἀνθρωπότη.
Ὀλίγ’
οἱ ἀγαθόκαρδοι κι’ ὡς ἥλιοι στραφτολάμπουν,
οἱ
ξύπνιοι κι’ ὀλιγόκαρδοι ὡς τ’ ἄστρη ἀχνοφέγγουν,
κι’
οἱ ἄκαρδοι καὶ πονηροὶ κρύβονται εἰς τὸ σκοτάδι.
Τὸν
ἥλιον ὅλοι βλέπουσι, τ’ ἄστρη πολλοὶ ξεκρίνουν,
ἀμὴ
ὁ παίζει τὸ σπαθὶ καὶ τὰ σκοτάδια νιώθει.
Ἥλιος
λαμπρός, ἀστέρι ἀχνὸν ἢ βράχος στὸ σκοτάδι,
θὰ
τόνε νιώσῃς, ἄρχοντα, τὸ φῶς του θὰ ζυγιάσῃς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου