Ὁ
λέων τοῦ πόθου
σι΄
Μύρισε, φυλάξου, * βίγλισ’, ἀκουρμάσου,
φωτοθάλασσα * τὰ σκότη κουκουλώνει
ἐλαφῖνα μου· * μὰ κεῖ στὸ σπηληοστόμα
ληόντας ὁ πόθος,
* κερί, παραμονεύει.
Φλέγετ’ ὁλόκορμος,
* πυρών’ ὁλόγυμνος,
σ’ ὀνειρεύεται,
* πεῖνα σαρκὸς τὸν
λειώνει,
κι’ ὅμως,
νά, βαστᾷ, * καρτερεῖ νὰ ζυγώσῃς.
Κι’ ἂν δὲν σὲ γευτῇ * κατάφλογος πεθαίνει
κι’ ἀνασταίνεται
* κατάφλογος καὶ πάλι.
Πάλι πεῖνα τὸν δέρνει * ἂν σὲ σπαράξῃ
καὶ
σπαράζεται * καὶ πάλι ἀργολειώνει.
Πύρινον κτῆνος * νεκροζώντανο, πάντα
καταραμένος * κι’ ὁλοτελῶς θλιμμένος.
Ὕδωρ τὸ κορμί, * φωτιὰ
βρέχει, τὴν σβήνει.
Φωτιὰ τὸ κορμί, * βουτᾷ στὸ ὕδωρ, σβήνει.
Ἀνὴρ καὶ γυνὴ * γυμνοὶ στὴν πρώτη
κλίνη,
στὴν στερνὴ καὶ σ’ ὅλες * ὕδωρ καὶ πῦρ, γυμνοί.
Καλημέρα Ευστράτιε... εύχομαι να είσαι καλά... διάβαζα χτες το Πολάρις... τι υπέροχη απόδοση έχεις κάνει... χίλια εύγε... σε έναν τόσο δύσκολο συγγραφέα... υποκλίνομαι...
ΑπάντησηΔιαγραφήὬ... ζητῶ συγνώμη γιὰ τὴν καθυστερημένη ἀπάντησι... Εὐχαριστῶ θερμὰ γιὰ τὰ ὡραῖα λόγια, τιμή μου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ προέρχονται,ἕναν τόσο ἀξιότιμον ὁμότεχνο!
Διαγραφή