Εἰς
τὸν κὺρ Ἀρσένιον
Μελισσηνὸν
καὶ
τοὺς τριακοσίους ἀκρίτας
ρϞε΄
Ἀρσένιος ὁ
ἐνίκησεν τὰ στίφη τῶν
λιμνόθεν,
στοιχειὰ
ὁποὺ δὲν ἔκοπταν
τ’ ἀνθρωπινὰ σπαθία,
κι’
ὁποὺ μὲ γαῖμα
ἐχόρταιναν ὡς ἤρχοντο
νυχτόθεν,
κι’
ἐπάθαν ζῷα κι’ ἄνθρωποι
κι’ ἡ γῆ χέρσα ἐρημία.
Συνάζει
ἀρχόντους καὶ σοφούς, μηνᾷ
εἰς τὰ μοναστήρια,
μάντες
καὶ μάϊσσες προσκαλεῖ, χαλδαίους κι’ ἀγυρτολόγι·
περγαμηνὰς
τοῦ ἀπήγγειλαν, θαύματα γνώθει μύρια,
ἀμὴ δὲν
ἦσαν γιατρικὰ καὶ
σωτηρίας λόγοι.
Τὲς ἀλουστῖνες
τῶν κρηνῶν ἐγύρεψε νὰ
μάθῃ
ἂν ἔνε ξόρκιν ἢ
γητειὰ π’ ἀγερικὸν
σκοτώνει.
«Βοτάνιν
λάβε κι’ ἀνὲ πιῇς
θρέφει ζωὴ τὴν σπάθη,
θάνατον
δών’ εἰς τὸ στοιχειὸν
μὰ ὡς τὸ
κηρὶν σὲ λειώνει».
Τρακόσιοι
ἀκρῖτες στέκουν τον, τὴν
ξήγησιν φηγήθη,
κι’
ὅλοι ἄσπρο πάτον ἔπιαν
το, κινοῦν σιδηρωμένοι.
Τρεῖς
νύχτες στοιχειοπολεμοῦν, κροῦν
τὰ μοβόρα πλήθη,
κι’
Ἀρσένιος κόπτει τὸ στερνὸ
κι’ ἐδῶ, στερνός, πεθαίνει.
Καὶ
αὖθι ἡ λίμν’ ἡ
σκοτεινή, πό ’χε ἀστρινὸ
στεφάνι,
μπλέχτη
μὲ φυκοκαλαμιά, τὰ ὕδατα ἐβουρκῶσαν.
Κι’
οἱ ἔζων λιμνοτρόγυρα, πρῶτοι
κι’ ὁμοῦ βιλᾶνοι,
τοῦ
Ἀρσένη καὶ τῶν ἀκριτῶν
μνημούριν ἐσηκῶσαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου