Εἰς τὸν κύρην λαὸν
ρϞδ΄
Δὲν
ξαποσταίνει ὁ ποντικὸς
μὲς στοῦ ὀφιδιοῦ
τὴν ζῶσι,
νὰ
εἰπῇ τὴν σφίξιν ἀγκαλιά,
φάρμακο τὸ φαρμάκι.
Κι’
ἀπ’ τὸν ἡσκιόγυρον
τοῦ ἀητοῦ
ἀντιδρομεῖ τ’ ὀφίδι,
φιλὶ
δὲν λέει τὸ ῥάμφισμα,
χάδι τὸ γράπωμά του.
Τὸν
τύραγνον ὀφιδαητό,
κύρη λαέ, προσμένεις.
Τὸν
σουριγμό του ὅντες γροικᾷς
θὰ εἰπῇς
«Βρίσκετ’ ἐλπίδα!»
κι’
εἰς τ’ ὀνυχοσπαρτάρισμα «Βαστᾶτε,
θὰ περάσῃ»,
στὸ
ῥάμφος τὸ φαρμακερὸν
«Ἄχου ὑστερνή μου γνῶσι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου