Στὸ
Σκυλάκι
ρϞβ΄
Εἶχα
μιὰ σκύλα κάποτε π’ ὠνόμασα Σκυλάκι,
μέχρι
καὶ ποὺ ἐγέρασεν ἔτσι
τὴν ἐκαλοῦσα.
Κι’
ὅντες ἐψυχομάχησε καὶ
ἦτον ν’ ἀποθάνῃ
τρεῖς
στὴν ἀράδα ἐγαύγισε,
νὰ μ’ ἀποχαιρετίσῃ.
«Καλή
μου μὴν φοβᾶσαι πλειὸν
κι’ ἀλιὰ σ’ ἐμᾶς
ποὺ ζοῦμε,
κι’
ἒν ὁ ἔρως
λόχρυσος ἁρμὸς κι’ ἀνακρατεῖ
τὴν πλάσι.
Κι’
ἀπ’ τὲς ἁπλάδες τ’
οὐρανοῦ ὥσμε τὰ
βύθη τοῦ ᾅδου,
τὸ
πᾶν φυλάττει, μάτια μου, μὲ πύρινο
πλεμμάτι.
Καὶ
μήτε τοῦ γλιστρᾷ ψυχή, στὸν
ἄβυσσον νὰ πέσῃ,
κι’
ἀγαληνὰ μὲ τὸν
καιρὸν ὅλους μᾶς
ἀνεβάζει,
μᾶς
πάει
σὲ χῶρες ἄλυπες,
σὲ τόπους δίχως δάκρυα,
κεῖ
ποὺ θὰ ξανασμείξωμε, χαῖρε,
Σκυλάκι, χαῖρε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου