Ὁ βάρβαρος καὶ
ἡ ῥήγισσα
ρϞ΄
Γονάτισεν
ἡ ῥήγισσα, γυμνὴ
σκυφτὴ προσμένει,
στὸν
τράχηλό της πέφτουνε, δεξιόζερβα, σπαθιά,
τὰ
γαλατένια μέλη της μὲ δαχτυλιὲς
λερά,
κι’
ἔξω κουρσεύει ὁ θάνατος κι’ ἄγρια
ἡ φωτιὰ παχαίνει.
Ἰδοὺ ζυγώνει ὁ
πορθητής, ὁ ἄρχος
τῶν βαρβάρων,
καὶ
λυκοτόμαρο μαντὺ στοὺς
ὤμους της περνᾷ.
«Σήκω
ἀπάνου ῥήγισσα, μὲ
τὴ σκληρὴ καρδιά,
θὰ
ἐλεοῦσα ἂν
ἔστεργες γυναῖκα νὰ
σὲ πάρω».
«Δὲν
εἶναι πόρν’ ἡ ῥήγισσα σὲ
φύλαρχον ἀγροῖκο
ποὺ
βόσκει σὰν τετράποδο κι’ ὅλο χαμοθωρεῖ,
εἶναι
μητέρα
τοῦ λαοῦ, στὰ
σκότη τὸ κερί,
χρυσάλυσις
ποὺ δένει τον μὲ τ’ οὐρανοῦ
τὸν οἶκο.
Στοχάσου
πρὶν στὰ στήθη μου τ’ ἀτσάλι
σου βυθίσῃς,
προσκύνησέ
με δοῦλος μου καὶ γίνου μαθητής,
θὰ
σὲ διδάξω, βάρβαρε, πῶς τ’ ἄστρη
νὰ θωρῇς,
πῶς
ἀπ’ ἀγέλες κι’ ἀχαμνοὺς
κάστρη νὰ κυβερνήσῃς».
Θρασαύχενη
τὴν θαύμασε, στοὺς λόγους ηὗρε
τάξι,
κι’
ὥρισε τὸν γραμματικὸ
τὴν μαρτυρία νὰ πῇ,
«μεγάθυμος»,
«φιλεύσπλαγχνος», «χαρίσας τὴν ζωή»,
κι’
ἔπειτ’ ἀλάργεψε ὁ
φονηὰς μάλαμμα νὰ συνάξῃ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου