Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Ὁ βάρβαρος καὶ ἡ ῥήγισσα

βάρβαρος κα ήγισσα

ρϞ΄

Γονάτισεν ἡ ήγισσα, γυμν σκυφτ προσμένει,
στὸν τράχηλό της πέφτουνε, δεξιόζερβα, σπαθιά,
τὰ γαλατένια μέλη της μ δαχτυλις λερά,
κι’ ἔξω κουρσεύει θάνατος κι’ γρια φωτι παχαίνει.

δο ζυγώνει πορθητής, ἄρχος τῶν βαρβάρων,
καὶ λυκοτόμαρο μαντ στος μους της περν.
«Σήκω ἀπάνου ήγισσα, μ τ σκληρ καρδιά,
θὰ λεοσα ν στεργες γυνακα ν σ πάρω».

«Δὲν εναι πόρν’ ήγισσα σ φύλαρχον γροκο
ποὺ βόσκει σν τετράποδο κι’ λο χαμοθωρε,
εἶναι μητέρα τοῦ λαο, στ σκότη τ κερί,
χρυσάλυσις ποὺ δένει τον μ τ’ ορανο τν οκο.

Στοχάσου πρὶν στ στήθη μου τ’ τσάλι σου βυθίσς,
προσκύνησέ με δοῦλος μου κα γίνου μαθητής,
θὰ σ διδάξω, βάρβαρε, πς τ’ στρη ν θωρς,
πῶς π’ γέλες κι’ χαμνος κάστρη ν κυβερνήσς».

Θρασαύχενη τὴν θαύμασε, στος λόγους ηρε τάξι,
κι’ ὥρισε τν γραμματικ τν μαρτυρία ν π,
«μεγάθυμος», «φιλεύσπλαγχνος», «χαρίσας τὴν ζωή»,
κι’ ἔπειτ’ λάργεψε φονης μάλαμμα ν συνάξῃ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου