Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
Κάθ’ ἔτος, στὴν νοσταλγικὴ τοῦ
φθινοπώρου λάμψι,
φτεροδιαβαίνουν τὰ πουλιὰ τὴν ὠκεάνεια
ἐρμιά,
κρώζοντας, τιτιβίζοντας μὲ βιάση
χαροποιά,
νὰ βροῦν μιὰ γῆ ποὺ οἱ μέσαθε θύμησες
ἔχουν γράψει.
Μεγάλοι κῆποι σκαλωτοὶ μὲ τ’ ἄνθη τὰ
ζωηρά τους,
καὶ μάνγκο πεντανόστιμα σ’ ἀράδες νὰ
μεστώνουν,
κι’ ἄλση ναῶν ποὺ οἱ κλῶνοι τους
πλέκονται κι’ ἁψιδώνουν
στράτες σκιερές – τοῦτα θωροῦν στὰ
θολερὰ ὄνειρά τους.
Σημάδια τῆς παληᾶς ἀκτῆς στὰ πέλαγα
γυρεύουν –
τὴν πόλι τὴν ἀγέρωχη, λευκὴ καὶ πυργωτή
–
μὰ ὅλο νερένιαν ἔκτασι ξανοίγουν
ἀδειανή,
κι’ ἔτσι γιὰ ἀκόμη μιὰ φορὰ στρέφονται
κι’ ἀλαργεύουν.
Ὅμως στὰ βένθη π’ ἀποικοῦν πλήθη
ἀνεγνώρων κοραλλιῶν,
οἱ ἀρχαῖοι πύργοι νοσταλγοῦν τ’ ἄληστον
ᾆσμα τῶν πουλιῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου